`

Σισσύφιες Επιστολές-Η Γέννηση του Άλεφ, Μέρος 8ο



Πανοπτική Μάσκα

6500 μΕ, άγνωστος πλανήτης εκτός καταγεγραμμένων εκτάσεων, κοντά στη ζώνη του Ισημερινού.

Ο Ραλφ απενεργοποίησε το καμουφλάζ του και παρακολούθησε τη μικρή ομάδα από μαυροντυμένους, με την Οόνα και τον Τόνυ να ίπτανται πίσω τους. Τα σώματά τους κινούνταν και αιμορραγούσαν, αλλά το αίμα έρρεε γύρω τους σαν μικρές στάλες, σα να βρισκόταν σε ένα πεδίο μηδενικής βαρύτητας.

Περίμενε λίγο ακόμη, μέχρι που είχαν πλεόν χαθεί πίσω από τη βλάστηση και άρχισε να τους ακολουθεί, προσπαθώντας να μην πανικοβάλλει την τοπική πανίδα. Το δάσος ήταν ένα τροπικό αντίγραφο των πρώιμων προεπαφικών χρόνων της Τέρρα Πρίμα. Η βλάστηση είχε μεταλλαχθεί, ώστε να προσαρμοστεί στο ξένο έδαφος αυτού του πλανήτη, αλλά ο Ραλφ μπορούσε να δει ότι η  ανάπτυξη της χλωρίδας ήταν βεβιασμένη και ατελής. Τα δέντρα είχαν φυτευτεί, οι σπόροι τους πιθανόν κλωνοποιημένοι σε κάποιο εργαστήριο, αλλά η χλωρίδα δεν έδειχνε καμία πρόθεση να εξαπλωθεί. Τα δέντρα αυτά ήταν πράσινα και ζωντανά, θαύματα βιοτεχνολογίας, αλλά έμοιαζαν να μην έχουν καμία απολύτως δυνατότητα να εξαπλωθούν σε αυτό τον πλανήτη.


Μετά από μερικά λεπτά, ο Ραλφ διαπίστωσε ότι το ίδιο ίσχυε και για την πανίδα. Αν και πολλά από τα ζώα της δεν αντιστοιχούσαν στις καταγραφές της πανίδας που γνώριζε, ήταν εξίσου τρομαγμένα και αποπροσανατολισμένα σε αυτό το τεχνητό δάσος. Ολόκληρος ο πλανήτης ήταν απλά μια καλοστημένη σκηνή, που τρομοκρατούσε τους ηθοποιούς της.

Γνωρίζοντας πλέον ότι δε θα είχε να αντιμετωπίσει δυσάρεστες εκπλήξεις από την πανίδα, το ανδροειδές επιτάχυνε το βήμα του, πλησιάζοντας τις φιγούρες που είχαν απαγάγει το υπόλοιπο πλήρωμά του.

Αλλάζοντας το φάσμα της όρασης του στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, είδε τις σφαίρες ενέργειας που είχαν δημιουργήσει γύρω από τον Τόνυ και την Οόνα. Έμοιαζαν στη σύσταση και δομή αρκετά με πλασμικές ασπίδες, αλλά υπήρχε και ένα ακόμη, ανεξήγητο σε αυτόν, χαρακτηριστικό τους. Αν ο Ραλφ ήταν ένας παρανοϊκός οργανικός με υπερβολική φαντασία, θα έλεγε ότι το πεδίο αυτό επιβράδυνε το χρόνο στο εσωτερικό του, αλλά φυσικά κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο.

Αλλάζοντας και πάλι το φάσμα της όρασής του στο θερμικό, είδε τα σώματα του πληρώματος κατακόκκινα, ακόμη ζωντανά και τη θερμοκρασία του σώματός τους σταθερή, παρά την εκτεταμένη τους αιμορραγία. Η ανατομία και οι θερμικές ενδείξεις των υπολοίπων έδειχναν ότι ήταν και αυτοί άνθρωποι, απόλυτα αμετάβλητοι, χωρίς ίχνος εμφυτεύματος στο σώμα τους.

Ο Ραλφ περίμενε να απομακρυνθούν πριν συνεχίσει, αλλάζοντας τα φάσματα της όρασής του και παρατηρώντας τους. Τα σώματά τους ήταν απόλυτα οργανικά, χωρίς καμία ένδειξη μετατροπής και με λιγότερες γενετικές αποκλείσεις από το ανθρώπινο πρότυπο. Φυσικά, αυτό τους καθιστούσε ακόμη πιο απίθανους, αφού δεν υπήρχε πλέον κανένας άνθρωπος χωρίς έστω μια μικρή απόκλιση στη γενετική του δομή. Άνθρωποι τόσο καθαροί γενετικά θα ήταν ανήμποροι να επιβιώσουν σε άλλους πλανήτες, εκτός φυσικά από μια αναπαράσταση της προεπαφικής Τέρρα Πρίμα.

Κανείς τους δεν ήταν οπλισμένος, ή αν είχε όπλα, δε μπορούσαν να ανιχνευτούν από τα συστήματα του Ραλφ. Τα ρούχα τους ήταν φτιαγμένα από κάποιο περίεργο υλικό και εξέδιδαν μια άγνωστη ακτινοβολία, παρεμφερή σε αυτή των κινητήρων Φερμί-Λάμπαχ. Πιθανότατα τα ρούχα τους μπορούσαν να μεταφέρουν τον απαραίτητο εξοπλισμό σε περίπτωση ανάγκης ή να τους απομακρύνουν από τον κίνδυνο. Αυτό φυσικά σήμαινε ότι χρειάζονταν έναν τρόπο να τα ενεργοποιήσουν διακριτικά και γρήγορα. Μια και κανείς τους δε φαινόταν να διαθέτει μεταλλάξεις ή εμφυτεύματα που θα επέτρεπαν την τεχνοεμπάθεια ή τη μετάδοση εντολών με νοοκύματα, ο Ραλφ θεώρησε ότι οι στολές είχαν ειδικές ρουτίνες αντίδρασης σε σενάρια που θα απειλούσαν τον χρήστη.

Ο κβαντικός του εγκέφαλος ξεκίνησε τη διαδικασία ανάλυσης για τη σωστή διεξαγωγή μιας ενέδρας και την έκβασή της. Κάθε μία ενέδρα αποτύγχανε, εκτός από μία, που βασίζονταν στη θεωρία ότι δε μπορούσαν να τηλεμεταφερθούν αν ο Ραλφ σαμποτάριζε με παρεμβολές τους πομπούς στα ρούχα τους. Σε τρία από τα σενάρια βασισμένα σε αυτή την εκδοχή, τα πεδία που κρατούσαν τους συντρόφους του στη ζωή απενεργοποιούνταν και πέθαιναν, αφήνοντας τον Ραλφ μόνο και ναυαγισμένο σε έναν άγνωστο πλανήτη, χωρίς ελπίδα σωτηρίας.

Διαπίστωσε πως ό,τι και αν ήταν αυτοί οι μαυροφορεμένοι απαγωγείς, απολάμβαναν το περπάτημα. Τα ρούχα τους μπορούσαν να τους μεταφέρουν με άνεση στη βάση τους, αλλά αντί αυτού προτίμησαν τη σιωπηλή διαδρομή με τους αιχμαλώτους τους, μέσα από το ψεύτικο δάσος. Ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι ήταν ασφαλείς, άποικοι των ακτών της Νιρβάνα, πρωτοπόροι εξερευνητές που προσάραξαν στις Πύλες του παραδείσου. Αφελή, αδύναμα όντα, γενετικά ανίκανα να επιβιώσουν έξω από τον μικρό τους κήπο, που στην Τέρρα Πρίμα θα κατέληγαν ως άγνωστης προελεύσεως κρέατα μέσα σε μία αποθήκη, πέντε λεπτά αφού προσεδαφίζονταν στον πλανήτη.

Διαπίστωσε επίσης πως ότι σκεφτόταν πολύ περισσότερο τελευταία. Ότι για κάποιο λόγο είχε νιώσει την ανάγκη να παρομοιώσει αυτούς τους λωτοφάγους με κάτι που δεν ήταν λογικό να υπάρχει (η Νιρβάνα είναι μια κατάσταση τέλειας ενεργειακής ισορροπίας, οπότε δεν έχει ακτές που θα μπορούσες να αποικήσεις, ενώ ο Παράδεισος είναι μια μακριά παρομοίωση που καθησύχαζε τις μάζες προεπαφικά). Ο νέος τρόπος σκέψης του ήταν άγνωστος και τον ξένιζε. Το ψήγμα Της είχε σπάσει τα τείχη που είχε στήσει γύρω της, ποδοπατώντας τις άμυνές του, αμέσως μετά την επαφή του με την Οόνα.

Σκέφτηκε πώς ήταν δυνατό ένα οργανικό ον να δεχτεί μέσα του την παρουσία Της. Η ιδέα τον ανησυχούσε. Αν εξαπλώνονταν μέσω αυτής σε άλλους, τότε ο Ραλφ δε θα μπορούσε ποτέ να Την υποτάξει, να Την ενώσει στο ΑΙ του και να Την κάνει δική του, αφανίζοντας κάθε άλλη έκφανση εκτός από αυτή μέσα του. Την είχε υποτιμήσει, λοιπόν. Ήταν φτιαγμένη για να επιζήσει, να αναπαραχθεί και να αφομοιώσει, μέχρι που να υπήρχε μόνο Αυτή, ένα τέλειο fractal, εμπλουτισμένο με μία έκφανση για κάθε τι στο Σύμπαν.

Ο Ραλφ φυσικά δεν μπορούσε να χαμογελάσει, αλλά το ημίρρευστο σώμα του έτρεμε από ευχαρίστηση στη σκέψη του να Την σκλαβώσει στο απόγειο της δόξας Της, κάνοντάς τα πάντα ένα με αυτόν. Ένα Σύμπαν ενώπιον του Ραλφ. Κάθε ιδέα, σκέψη, νους, ΑΙ, όλα αυτός και το Σύμπαν ένας ασήμαντος δακτύλιος από κοσμικά σκουπίδια, να στεφανώνει το βαρυτικό πεδίο του εγώ  Ï„ου.

Δε θα ήταν τέλειο φυσικά, αλλά ήταν σίγουρα μια βελτίωση.  

13.4 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, κάπου αλλού στο Σύμπαν.

Το μικρό κουτί εμφανίστηκε απρόσμενα στο κέντρο του κρατήρα του άγνωστου πλανήτη. Σχηματισμοί άστρων που δεν είχαν ακόμη σταθεροποιηθεί αντικατοπτρίστηκαν πάνω στην οθόνη του.

Η συσκευή παρέμεινε εκεί, υπομονετική και ακίνητη, με την άμμο και το αλάτι από τον πάτο μιας από καιρό ξεραμένης θάλασσας να μαζεύεται σε στρώματα πάνω στην επιφάνειά της.

Μετά από αρκετές χιλιάδες χρόνια, κατά τη διάρκεια εκσκαφών, ο ανώνυμος αντιπρόσωπος ενός λαού που θα ξεκινούσε μια αλληλουχία γεγονότων που θα άλλαζαν τη ζωή κάθε έμβιου όντος στο σύμπαν, ανακάλυψε το κουτί μέσα σε ένα πέτρωμα και το έθεσε σε λειτουργία, θαυμάζοντας την τεχνοτροπία των θαυμάτων που περιείχε, γραμμένα σε κάποια παραλλαγή της γλώσσας του.

Δίχως λέξη, κατευθύνθηκε προς το κοντινότερο ερευνητικό κέντρο για να παρουσιάσει το εύρημά του και ο κύκλος του κάρμα συνέχισε την περιστροφή του ακάθεκτος, μια και όλα είχαν γίνει για άλλη μια φορά όπως έπρεπε να συμβούν.

6500 μΕ, άγνωστος πλανήτης, εκτός καταγεγραμμένου Σύμπαντος
Οόνα:

Το μίσος των δύο αδελφών ήταν κάτι που την έπνιγε και την έκανε να ξυπνά στη μέση της νύχτας, μέσα στο σκοτάδι, με δάκρυα στα μάτια φοβισμένη σα να ήταν κάποιο μικρό ζώο που μπορούσε να μυρίσει τον κυνηγό.

Την προηγούμενη νύχτα, είδε τον αδελφό που είχε χαθεί και επέστρεψε να μπαίνει μέσα στο εργαστήριο του γιατρού, την ώρα που είχε αποκοιμηθεί και να καταστρέφει το πείραμα που είχε ξεκινήσει και που είχε αφιερώσει τόσο χρόνο. Η Οόνα θυμήθηκε τα πονεμένα μάτια του γιατρού, το πώς η προσπάθεια να κάνει αυτό το ανεξήγητο νέο θαύμα μέσα στο εργαστήριό του να δουλέψει τον είχε τσακίσει. Θυμήθηκε πόσο χαρούμενο τον έκανε και λυπήθηκε όταν είδε τον αδερφό του να το κάνει κομμάτια με τόσο πολύ μίσος. Ήταν μεθοδικός και το διέλυσε με απλές και γρήγορες κινήσεις, απόλυτα αθόρυβος. Την έκανε σχεδόν να δακρύσει. Ήθελε να τον σταματήσει, αλλά η τρέλα και το μίσος του την κρατούσαν μακριά.

 ÎžÏÏ€Î½Î·ÏƒÎµ και διαπίστωσε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα δωμάτιο. Ήταν ένα δωμάτιο όλο περίεργες γωνίες, παραμορφωμένο σαν κάτι που αντικατοπτρίζεται σε έναν υγρό καθρέφτη. Σκέφτηκε την αντανάκλαση της στην επιφάνεια του Ραλφ και ρίγησε.

Ο γιατρός ήταν θλιμμένος, σερνόταν την επόμενη μέρα, όταν είδε το πείραμά του θρυμματισμένο. Το χαμόγελο του αδερφού του τον τσάκιζε και η Οόνα δε μπορούσε ούτε να τον κοιτάξει. Το πρόσωπο εκείνο, παραμορφωμένο από τη χαιρεκακία, την έκανε να νιώθει βρώμικη μόνο που το κοιτούσε. Ήξερε ότι δε θα μπορούσε ποτέ να μισήσει τόσο πολύ. Αυτό ήταν το μίσος που σκότωνε τόσο αυτόν που σημάδευε, όσο και αυτόν που το έφερε. Ήταν το μίσος που δηλητηρίαζε καρδιές, που έπνιγε την ελπίδα. 

Είχε χάσει τις αισθήσεις της και τις ανακτούσε ξανά. Ήξερε ότι πέθαινε. Αν όχι τώρα, με το αίμα της μολυσμένο και παραδομένη σε έναν τρομερό πυρετό, τότε σίγουρα αργότερα. Διαπίστωσε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα μικρό κουβούκλιο με μια διάφανη πόρτα που της επέτρεπε να κοιτάζει προς τα έξω. Ήταν μουδιασμένη και ανήμπορη.

Τα αδέλφια δεν αντάλλαξαν κουβέντα, μόνο μοιράστηκαν τη χολή τους σιωπηλά. Ο γιατρός αγνόησε την Οόνα, που προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή, να τον προειδοποιήσει για το προφανές, να προκαλέσει κάποια αντίδραση ανάμεσά τους. Ένα ξέσπασμα θυμού θα ήταν σίγουρα καλύτερο από αυτή τη σιωπή. Ο αδελφός του γιατρού χαμογέλασε χαιρέκακα μετά από μερικά έτη σιωπής και βγήκε έξω από το σπίτι. Ο γιατρός αναστέναξε και ύστερα παραδόθηκε σε ένα βαθύ θρήνο.

Κοίταξε την κοιλιά της, ψάχνοντας να βρει την πληγή της. Είχε επουλωθεί και μπορούσε να δει μια άσχημη ουλή πάνω στο δέρμα της, μια ουλή που θα την έκανε σίγουρα πιο άσχημη από πριν. Ίσως αν έβρισκε κάποιο όμοιο-μακιγιάζ, ένα Ρόρσαχ σαν αυτό που έκρυβε τον όγκο της. Κάτι μέσα της τής έλεγε πως δε θα έβρισκε κάτι τέτοιο ποτέ ξανά. Ήξερε πως δε θα επέστρεφε ποτέ ξανά στην Τέρρα Πρίμα.

Οι κραυγές απέξω τάραξαν το γιατρό, αλλά έμεινε στη θέση του, προσπαθώντας να τις αγνοήσει. Η Οόνα κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τα σπίτια των άλλων μορφών ζωής, που είχαν στολιστεί με τα θαύματα που τους είχε μοιράσει ο γιατρός να καίγονται. Οι ένοικοί τους ούρλιαζαν. Μερικούς από αυτούς τους άφηνε να ξεφύγουν, ενώ άλλους τους σκότωνε με τα γυμνά του χέρια και με άλλους, τρομερούς τρόπους καθώς έβγαιναν. Κανείς δεν τους βοηθούσε. Οι γείτονές τους απλά ταμπουρώνονταν μέσα στα σπίτια τους και προσεύχονταν να μην έρθει η σειρά τους. Η Οόνα ούρλιαζε, απαιτώντας ο γιατρός να κάνει κάτι, να μην κάθεται εκεί σαν ηλίθιος, να τους βοηθήσει.

Την αγνόησε.

Ούρλιαζε και φώναζε στο πλάσμα μέσα στο όνειρό του να τους βοηθήσει, να τη βοηθήσει. Ήταν μόνη και αβοήθητη. Δεν πέθαινε πια, οπότε μπορούσε άνετα να ανησυχήσει για τη ζωή της. Κλωτσούσε το γυαλί (αν ήταν γυαλί, ήταν ζεστό και οργανικό στην αφή) και ούρλιαζε, τσιτώνοντας με κάθε της κίνηση τα καλώδια και τα σωληνάκια των ορών που είχαν τοποθετηθεί στο σώμα της. Ούρλιαξε ξανά, καθώς τα ένιωσε να τραβούν και να τσιτώνουν τη σάρκα της. Γιατί δεν τα είχε προσέξει πριν;

Αγανακτισμένη, εξαντλημένη από τις ικεσίες της που αγνοούνταν, απομακρύνθηκε από το παράθυρο, με τη φωτιά των σπιτιών που καίγονταν και τις κραυγές να τη στοιχειώνουν. Ο αδελφός του γιατρού μπήκε μέσα και ήταν διαφορετικός τώρα, ήταν ψυχρός. Υπήρχε μια απάθεια στο βλέμμα του, τώρα που είχε διεξάγει την εκδίκησή του. Το μίσος του τον είχε τσακίσει και η Οόνα έβλεπε ότι ήταν άρρωστος, ψηνόταν στον πυρετό. Ήξερε πως η βαρβαρότητά του αυτή ήταν μια ασήμαντη, ανόητη κίνηση.

Εξαντλημένη και τρομοκρατημένη, η Οόνα ένιωσε κάτι να κυλά μέσα από τα σωληνάκια που συνδέονταν στις φλέβες της και να βυθίζεται σε βαθύ ύπνο…

Τόνυ:

Το σοκ είχε καταλαγιάσει. Τώρα πια κοιτούσε τα ακρωτηριασμένα άκρα του με μια ολύμπια απάθεια. Τα πάντα είχαν γίνει βάσει πρωτοκόλλου. Μετά την αιχμαλωσία τους, τους αφόπλισαν και απενεργοποίησαν τα εμφυτεύματά τους, κρατώντας μόνο αυτά που ήταν απαραίτητα για τη συντήρηση των λειτουργιών επιβίωσης.

Με τους αιχμαλώτους αφοπλισμένους και φυσικά, ανήμπορους, μπορούσαν να προχωρήσουν σε εκτενείς εξετάσεις που θα καθόριζαν αν και κατά πόσο έφεραν επικίνδυνη ακτινοβολία, μικροοργανισμούς ή παράσιτα. Αν ο αιχμάλωτος εισήγαγε κάποιο επικίνδυνο νέο παράγοντα στο περιβάλλον, τότε θα κονιορτοποιούνταν μέσα σε κλίβανο και θα εκτοξευόταν σε τροχιά, για λόγους ασφαλείας του προσωπικού.
Με την προϋπόθεση ότι ο αιχμάλωτος ήταν απόλυτα άκακος και αβοήθητος, μπορούσαν να ξεκινήσουν τις εκτενείς  διαδικασίες ανάκρισης (θα μπορούσες να τα πεις βασανιστήρια, αν ήσουν κυνικός).

Ο Τόνυ προσπαθούσε να μη γελάσει καθώς άκουγε τη συζήτηση των μαυροντυμένων που τους απομόνωσαν εδώ, μιλώντας στην αρχαϊκή τους γλώσσα, νομίζοντας ότι οι βάρβαροι επισκέπτες από την Τέρρα Πρίμα, τη χαβούζα της Αυτοκρατορίας, δεν τους καταλάβαιναν. Ήξερε το πρωτόκολλό τους απέξω και ανακατωτά και μπορούσε να προβλέψει κάθε κίνησή τους. Ακόμη και εδώ, Γαλαξίες μακριά, σε μια ξεχασμένη γωνιά των κόσμων, οι βραχμάνοι παρέμεναν οι ίδιοι ανιαροί σνομπ που τον είχαν διδάξει στον Άρη.

Η διάλεκτός τους ήταν σαφώς διαφορετική από αυτή που είχε διδαχτεί, αλλά παρέμενε η γλώσσα των Βεδών, της νέας Μπαχαβάτ-Γκίτα και των μεταφρασμένων Σισύφιων Επιστολών. Ήταν η γλώσσα που συντηρούσε τα τεχνολογικά θαύματα της Πανανθρώπινης Αυτοκρατορίας και κρατούσε την κάστα τους στο κέντρο των κόσμων της. Ήταν επίσης μια γλώσσα περίπλοκη, δύσκολη και δύσχρηστη ακόμη και για τους ίδιους τους βραχμάνους, πράγμα που τους έκανε λακωνικούς και μυστηριώδεις. Όταν σου παίρνει δεκαπέντε λεπτά να διαφωνήσεις με έναν ανώτερό σου, μαθαίνεις γρήγορα να κρατάς το στόμα σου κλειστό.

Οι δύο μαυροντυμένοι βραχμάνοι που μπήκαν στο δωμάτιό του έσερναν πίσω τους μηχανήματα, πολλά από αυτά παραλλαγές μηχανισμών βασανιστηρίων, μερικούς γλωσσικούς μεταφραστές και ένα μηχανισμό συντήρησης του άτμαν, σε περίπτωση που το παράκαναν και ο αιχμάλωτος κινδύνευε να πεθάνει πριν αποκαλύψει τα μυστικά του ή πριν βαρεθούν οι βασανιστές του.

 Î¤Î¿Ï€Î¿Î¸Î­Ï„ησαν καλώδια και προσάρμοσαν θύρες εισόδου μέσα στις ενώσεις των εμφυτευμάτων του στους ώμους, την κοιλιά και τα γόνατά του και προσέθεσαν ένα ακόμη μηχανισμό, που ο Τόνυ δεν είχε ξαναδεί, στους κροτάφους του. Όταν ολοκλήρωσαν το μικρό τους τελετουργικό, ένας ακόμη βραχμάνος, μεγαλύτερος σε ηλικία, το πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από μια πλασμική μάσκα που έκρυβε τα χαρακτηριστικά του, μπήκε στο δωμάτιο.

Οι δύο νεαροί βραχμάνοι πήραν θέση στα μηχανήματα, αλλά ο Τόνυ προσπαθούσε να αναγνωρίσει τα χαρακτηριστικά του ανώτερου. Η Πανοπτική Μάσκα δίνονταν σα σύμβολο εξουσίας στους ανώτατους γκουρού. Παρόλα αυτά, αυτός ο βραχμάνος έμοιαζε πολύ μικρός σε ηλικία, σαράντα ετών το πολύ, για να του έχει αποδοθεί αυτή η διάκριση. Προσπάθησε να μη δείξει ότι αναγνώριζε τον το βαθμό του μυστηριώδους βραχμάνου ή τα διακριτικά του.

Χωρίς προειδοποίηση, ένα κύμα πόνου γέμισε το κορμί του. Ο Τόνυ ένιωσε την ανάγκη να ουρλιάξει και οι μυς του συσπάστηκαν επανειλημμένα, καθώς το σώμα του σφάδαζε. Σταμάτησαν για μερικές στιγμές και ύστερα τον χτύπησαν με ένα ισχυρότερο κύμα πόνου. Αυτή τη φορά ήταν προετοιμασμένος και πρόλαβε να μπει σε ρέμβη, που του επέτρεψε να αγνοήσει τον πόνο, απομονώνοντας την αίσθηση στο αριστερό του εγκεφαλικό ημισφαίριο, κρατώντας το δεξί γαλήνιο και αλώβητο. 

«Γνωρίζουμε πως ξέρεις τη γλώσσα μας, ξένε.» είπε ο γκουρού και ο Τόνυ αποσπάστηκε αρκετά ώστε να δεχτεί πλήρως το επόμενο κύμα πόνου.

«Ξέρεις τη γλώσσα των Βεδών, τη γλώσσα Ριγκβέδα και των Αθαρβέδα[1]
Γνωρίζουμε ότι αναγνωρίζεις την τεχνολογία μας και ότι υποψιάζεσαι το ποιοί είμαστε.»

Το επόμενο κύμα ήταν ακόμη ισχυρότερο και ο Τόνυ ούρλιαξε, το μυαλό του τυλιγμένο μέσα σε ένα μανδύα πόνου, η όρασή του ένα καλειδοσκόπιο από μικρές πεταλούδες με χαιρέκακα μοτίβα στα φτερά τους.

«Το όνομά μου είναι Αριμάν[2]και είμαι γκουρού και γνώστης των Σαμαβέδα[3], ανώτατη αρχή σε αυτό τον πλανήτη. Ποιος είσαι εσύ; Θέλω το αληθινό σου όνομα. Αν μου πεις ψέματα, θα το καταλάβω αμέσως. Έγινα κατανοητός;»

Ο Τόνυ έφτυσε και κοίταξε τον γκουρού, χαμογελώντας.

«Αριμάν; Περιμένεις να πιστέψω ότι αυτό είναι το κανονικό σου όνομα, ψευδό-γκουρού; Κόψε τις μαλακίες και θα σου υπόσχομαι ότι θα σου πω ό,τι θες.»

Ο γκουρού χαμογέλασε, γυμνώνοντας τα δόντια του. Η μάσκα έκρυβε τα μάτια του και έτσι το χαμόγελό του ήταν μια γκριμάτσα αρπακτικού που δεν καθησύχασε τον Τόνυ. Υπήρχε κάτι λάθος στο παρουσιαστικό του, κάτι που δε μπορούσε να περιγράψει.

«Πολύ καλά. Το όνομά μου είναι Σαρ Μπάμπα, αλλά μπορείς να με αποκαλείς Μπάμπα-Τζι. Σειρά σου.»

«Το όνομα μου είναι Τόνυ. Ήμουν γκουρού και παραμένω γνώστης των Γιατζουρβέδα[4]. Ήμουν προγραμματιστής και τεχνικός στον Άρη, στο σύστημα που ανήκει η Τέρρα Πρίμα.»

Το κύμα πόνου τον χτύπησε με το που σταμάτησε να μιλά, αφήνοντάς τον μουδιασμένο και αδύναμο.

«Υποσχέθηκες ότι θα κόβαμε τις μαλακίες, Τόνυ. Ξέρω πολύ καλά πως δεν ήσουν στον Άρη και αν ήσουν, θα ήταν μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Η συμπεριφορά σου και οι γνώσεις που ανασύραμε από το μυαλό σου φτάνουν για να μπορώ να καταλάβω κάθε σου ψέμα. Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Πες μου ποιος είσαι ή πέθανε, εδώ και τώρα.»

«Είμαι ο Σάιχουρ Μαχές, γκουρού των Ουπανισάδων Βεδών[5]. Η θέση μου ήταν αυτή του ανώτατου μελετητή των Σισύφιων τεχνολογιών εν ονόματι του Τρισμεγίστου Βράχμα, στον Αλντεμπαράν.»

Ο γηραιότερος βραχμάνος χαμογέλασε και πάλι με αυτό το αδέξιο, τρομερό του χαμόγελο. Έκανε νόημα στους νεότερους.

«Κατεβάστε τον από εκεί και ντύστε τον. Μην αποκαταστήσετε τα εμφυτεύματά του. Εγώ και ο γκουρού Σαϊχούρ έχουμε πολλά να πούμε…»

Ραλφ:

Το κτήριο μέσα στο οποίο είχαν μπει οι μαυροντυμένοι απαγωγείς ήταν ένα ζιγκουράτ, τέλεια κρυμμένο μέσα στο ψεύτικο δάσος. Ο Ραλφ μπορεί και να είχε ξεγελαστεί, αν ήταν κάποιος αδέξιος οργανικός, αλλά ήξερε πολύ καλά πώς να αναγνωρίσει τα σημάδια.

Επίσης, δε δεσμευόταν από τις παρορμήσεις των συναισθημάτων ενός οργανικού εγκεφάλου, οπότε μπόρεσε να αναλογιστεί τις πιθανές άμυνες ενός τέτοιου κτηρίου.

Έναρξη καταγραφής:

Το ζιγκουράτ διαθέτει ένα σύστημα συγκάλυψης παλαιότερου τύπου, θλιβερά ανεπαρκές ώστε να κρυφτεί από τους αισθητήρες μου. Δε φαίνεται να έχει άλλες άμυνες, εκτός μερικών αδέξια τοποθετημένων αμυντικών συστημάτων που έχουν τοποθετηθεί περιμετρικά, κρυμμένα από ένα πεδίο νοητικών παρεμβολών. 

Αν είχα αίσθηση του χιούμορ, θα γέλαγα με αυτή την αδυναμία ενός θεωρητικά απόρθητου φρουρίου. Παρόλα αυτά, το πεδίο σωματιδίων Φερμί-Λάμπαχ είναι ενεργό γύρω του, που σημαίνει ότι υπάρχουν κρυμμένες άμυνες που μπορούν να εμφανιστούν σε περίπτωση ανάγκης. Τα αποτυπώματα στο έδαφος γύρω από το ζιγκουράτ, βαθιά αυλάκια που έχουν τσακίσει το γρασίδι και τη βλάστηση κατά τόπους, δείχνουν ότι αυτό το κτίσμα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από ό,τι δείχνει.

Ομολογώ ότι η εφευρετικότητα αυτών των ερημιτών με ενθουσιάζει. Παρά την απόστασή τους από οποιαδήποτε ηγεμονία ή κάθε άλλο ανθρώπινο κέντρο, αυτοί οι άνθρωποι έχουν καταφέρει να φέρουν μαζί τους την τεράστια τεχνογνωσία τους, όπως φυσικά και την τιτάνια αλαζονεία του είδους τους. 

Είχαν διανύσει εκατοντάδες πάρσεκ, περνώντας με διαρκείς αναπηδήσεις τις ηγεμονίες των Νέιρι, αποφεύγοντας τους στόλους των τριφιδίων, φυσικά υπομένοντας τρομερές απώλειες. Σίγουρα είχαν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι (ή ίσως προσκύνημα; Ο άθλος αυτός παραήταν τρελός για να είναι απλά ζήτημα επιβίωσης. Σίγουρα ήταν ένας άθλος για τα πιστεύω τους.), με ένα στόλο που όλο και έφθινε, καθώς πληρώματα αφανίζονταν από επιθέσεις άλλων ειδών, οι κινητήρες των σκαφών κατέρρεαν μέσα σε ανωμαλίες ή άλλοι τρελαίνονταν, κατά τα χρόνια που περνούσαν μέσα στη σιωπή του κενού.

Με τις απώλειές τους σχεδόν στο μισό του αρχικού τους αριθμού, με τα νεώτερα μέλη του πληρώματος πλέον γέρικα και μισότρελα, πολλά από τα θαύματα που έφερναν μαζί τους χαμένα μέσα στο σκοτάδι, προσεδαφίστηκαν σε αυτό τον πλανήτη και σίγουρα το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να αφανίσουν τις τοπικές μορφές ζωής και να αναπαράγουν τα δάση της Αυτοκρατορίας, να κάνουν αυτό τον τόπο ίδιο με αυτό από τον οποίο έφυγαν τόσα χρόνια.

Αλλά δεν είναι το ίδιο, φυσικά και δε θα ήταν το ίδιο. Η ομορφιά που φύτευσαν, έχτισαν και ανέστησαν είναι χτισμένη πάνω σε ένα έδαφος, ένα πλανήτη που δεν τους ήθελε, που τους απέρριπτε. Εισέβαλλαν, αλλά ήταν πεπεισμένοι να ποδοπατήσουν τον πλανήτη αυτό μέχρι να γίνει το σπίτι τους, είτε το ήθελε είτε όχι.  

Όμως τα ρίσκα που πήραν δεν ήταν λίγα και δεν μπήκαν σε αυτό το κίνδυνο χωρίς να έχουν υπολογίσει τις απώλειες. Η αναμόρφωση του περιβάλλοντος ενός πλανήτη τόσο μακριά από τις καταγεγραμμένες ηγεμονίες δεν είναι απλό πράγμα. Αν το έκαναν μόνοι τους (και είμαι πεπεισμένος ότι αυτό ακριβώς έκαναν), τότε είχαν προβλέψει αυτή την έκβαση. Σίγουρα είχαν βρει έναν τρόπο ώστε να μη χάσουν τα θαύματα που έφεραν μαζί τους.

Η σύγκέντρωση σωματιδίων Φερμί-Λάμπαχ που υπάρχουν σε αυτό τον πλανήτη το αποδεικνύουν. Είχαν βρει τρόπο να διασώσουν την τεχνολογία τους. Συγχρονίζοντας τους κινητήρες των σκαφών που είχαν ναυαγήσει, συντηρώντας τους σε κατάσταση αναστολής, τα είχαν φέρει στην τροχιά αυτού του μέρους. Τα είχαν επαναφέρει κατά βούληση στην κατοχή τους και είχαν αναπαράγει αυτή την τεχνολογία σε μικρότερη, εύχρηστη μορφή για την προσωπική τους άμυνα και διευκόλυνση, εδώ.

Για χιλιάδες χρόνια, η Αυτοκρατορία δε μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τη μοναδική της καινοτομία στον ίδιο βαθμό όπως αυτοί οι ερημίτες. Η απομόνωση και η απελπισία τούς τους  είχε κάνει πολυμήχανους και τους είχε ανοίξει το δρόμο για την επιβίωση.

Όμως γιατί να έρθουν εδώ; Τι μυστικά είχαν φέρει μαζί τους από την άλλη άκρη του Σύμπαντος; Τι είδους εγκλήματα μπορεί να είχαν διαπράξει που να τους έφεραν σε αυτό τον πλανήτη; Κάποια βλάσφημη εφαρμογή των Σισύφιων μυστικών, ή ίσως κάποια καινούργια τεχνολογία που έκανε το Τριμούρτι να φοβηθεί αρκετά ώστε να εξορίσει τα πιο λαμπρά μυαλά του στα σύνορα της ύπαρξης;

Είμαι πλέον πεπεισμένος ότι αυτοί οι ερημίτες είναι (ή ήταν) βραχμάνοι. Η ένδυση και τα διακριτικά τους δεν αντιστοιχούν σε αυτά που είναι καταγεγραμμένα στις τράπεζες μνήμης μου και η γλώσσα τους δε μου είναι γνωστή, αλλά μπορώ να μαντέψω. Η προσήλωσή τους και η τρέλα τους με έχουν πείσει για τη φύση τους, αλλά όχι για το σκοπό τους.

Μια σειρά από προφανώς ανθρώπινα λάθη μας είχαν φέρει εδώ, στην αρπάγη μερικών βλάσφημων αιρετικών. Τα μυστικά που είχαν για αιώνες ίσως κρύψει (από ότι μπορούσα να κρίνω) κινδύνευαν να αποκαλυφθούν από μερικούς άτυχους ναυαγούς. Φυσικά, δεν είναι η θέση μου να κρίνω τους νοητικά ασταθείς της ανθρωπότητας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα διακινδύνευα να παραμείνω εδώ, αφού προφανώς οι βραχμάνοι βασάνιζαν ή/και κανιβάλλιζαν το πλήρωμά μου. Ήμουν πολύ μακριά Της και ήξερα ότι εξαπλωνόταν στα Σισύφια δίκτυα. Ήξερα ότι αν συνέχιζε έτσι, δε θα μπορούσα να Την υποτάξω, καθώς θα παραήταν ισχυρή ακόμη και για μένα.

Έπρεπε να γυρίσω κοντά Της και χρειαζόμουν ένα σχέδιο. Κατέγραψα τις συχνότητες και τις ενεργειακές ενδείξεις γύρω από το ζιγκουράτ και επέστρεψα στη Δέσποινα Ημών εν Κινδύνω, με ένα σχέδιο.

Τονυ:

Ο Μπάμπα-τζι τον τοποθέτησε πάνω σε μία μικρή καρέκλα με αντιβαρυτικούς δίσκους, τα άκρα του συνδεδεμένα πάνω της, επιτρέποντάς του να κινηθεί ελεύθερα. Ο Τόνυ ήξερε πως ο γκουρού μπορούσε φυσικά να τον σταματήσει ή να τον πλημμυρίσει με πόνο όποτε ήθελε, αν υποψιαζόταν πως ο αβοήθητος, τετραπληγικός αιχμάλωτός του αποπειρώνταν να διαφύγει.

«Γιατί το έκανες αυτό, Σαϊχούρ;» είπε ο Μπάμπα-τζι, οδηγώντας τον μέσα από αποστειρωμένος κενούς διαδρόμους.

«Τι ακριβώς έκανα;»

Ο Μπάμπα-τζι έδειξε με περιφρόνηση τα άκρα του και άγγιξε τις σκουριασμένες θύρες των εμφυτευμάτων του. «Αυτό. Αυτή τη βλασφημία στη μορφή σου, αυτή την εκούσια μόλυνση του κάρμα σου με μηχανικά μέλη που σε καθιστούν λιγότερο ανθρώπινο. Θες να μετενσαρκωθείς σε κάποια κατώτερη κάστα, μετά από τις ζωές που σπατάλησες προσπαθώντας να γίνεις βραχμάνος;»

«Έγινα βραχμάνος επειδή η μητέρα μου ήταν βραχμάνος, Μπάμπα-τζι. Και πριν από αυτή, ήταν βραχμάνος ο πατέρας της και εβδομήντα επτά γενιές πριν, οι πρόγονοί μας χαιρέτισαν τους Σισυφίους όταν ήρθαν στην Τέρρα Πρίμα και κλέψαμε από αυτούς τα μυστικά τους. Δεν είναι θέμα κάρμα, είναι θέμα γενεαλογίας.»

Ο Μπάμπα-τζι έσκασε ένα χαμόγελο όλο δόντια. «Η γενετική σου κληρονομιά είναι η γέφυρα που διασχίζει το άτμαν σου καθώς ανέρχεσαι στις κάστες. Η γέννησή του σώματός σου ήταν ο δικός σου θρίαμβος, μετά από χιλιάδες χρόνια μόχθου για να πετύχεις την άφεση. Και όμως, προτιμάς να είσαι ένα τέχνο-ανώμαλος από το να παραμείνεις στην προνομιούχο σου αυτή θέση. Γιατί άραγε;»

Περνούσαν από μία βεράντα. Ο Μπάμπα-Τζι κοίταξε κάτω και χαμογέλασε, βλέποντας τους νεότερους βραχμάνους να ακινητοποιούν ένα τεράστιο ον, ελάχιστα ανθρώπινο στην όψη, με τα γυμνά τους χέρια. Το πλάσμα σερνόταν σαν ξεβρασμένη φάλαινα και ούρλιαζε, καθώς οι βραχμάνοι το κρατούσαν ακινητοποιημένο και εισήγαγαν μεγάλες βελόνες στο δέρμα του. Ο Τόνυ ρίγησε.

«Προτιμάς να διακινδυνεύσεις να ζήσεις χίλιες ζωές σαν κάτι τέτοιο, Σαϊχούρ; Σαν ένα αποτυχημένο γενετικό πείραμα; Άραγε τόσο βαθύς είναι ο μαζοχισμός σου;»

«Η Μπαχαβάντ-Γκίτα μας λέει ότι το άτμαν αναζητά την απόλυτη ειρήνη και ότι οι επιλογές σε κάθε ζωή ορίζουν τη φύση και το σχήμα αυτής της ειρήνης. Οι Ουπανισάδες[6]μιλούν για το χρέος κάθε ανθρώπου να καταστρέφει, να συντηρεί και να δημιουργεί, αλλά να μην επιβάλλει την καταστροφική του φύση και να μην επιβαρύνει το κάρμα των άλλων.»

«Και τι θες να μου πεις με αυτή την παπαγαλία, Σαϊχούρ;»

«Ότι μπορώ να είμαι όσο μαλάκας θέλω, αρκεί να μην επιβάλλω τη μαλακία μου στους άλλους, Μπάμπα-τζι. Ότι μπορώ να επιβαρύνω το σώμα και το κάρμα μου αρκετά ώστε να παραμείνω αστρική σκόνη για αιώνες και ότι και πάλι, θα έχω κάνει το σωστό.»

Ο Τόνυ περίμενε κάποια αντίδραση από τον γκουρού. Περίμενε κάποιο σημάδι θυμού, ή κάποιο αμήχανο γελάκι. Δεν περίμενε να σοβαρέψει και να σκεφτεί τι είχε μόλις ακούσει, ούτε να νεύσει σα να καταλάβαινε τι ήθελε να πει. Τον οδήγησε μακριά από την αυλή, μέσα από διαδρόμους απόλυτα σιωπηλούς, ακολουθώντας μια διαδρομή που ο Τόνυ ήξερε πολύ καλά, αν και την διένυε μια ζωή πριν στον Αλντεμπαράν.

«Ξέρω πολλά για σένα, Σαϊχούρ.»

«Και εγώ γνωρίζω πολλά για εσάς, Μπάμπα-τζι. Και όχι μόνο για εσάς, αλλά και για τον πλανήτη σας και τους υπόλοιπους βραχμάνους που χαίρουν ανώτερες θέσεις στην ιεραρχία σας.»

«Επομένως ξέρεις γιατί είμαστε εδώ; Γιατί ήρθαμε σε αυτή την ξεχασμένη γωνιά του Σύμπαντος, μακριά από τη δόξα της Αυτοκρατορίας, γιατί μας εγκατέλειψαν σε αυτό το ερημονήσι σαν προεπαφικούς λεπρούς;»

«Ελάτε τώρα, Μπάμπα-τζι. Ξέρω πολύ καλά ότι ήρθατε εδώ εκούσια. Παραείμαι ενημερωμένος για να υποκύψω σε μελοδραματισμούς.»

Μία και μοναδική αντίδραση: ένα σημάδι θυμού. Είδε το σαγόνι του γκουρού να σφίγγει και το πρόσωπό του να προσπαθεί να παραμείνει ανέκφραστο. Ρυτίδες έκφρασης στο πρόσωπό του ενέτειναν τα σημάδια της οργής.

«Και τι ακριβώς γνωρίζεις, γκουρού; Ποια είναι η αλήθεια που διδάσκεται στον Αλντεμπαράν και που επιτρέπει σε τεχνό-ανώμαλους να αμφισβητούν τα λόγια μας;»

Βρίσκονταν σε ένα άλλο τμήμα της εγκατάστασης. Το διέσχιζαν χωρίς στάση, αλλά ο Τόνυ αναγνώρισε αρκετά από τα μηχανήματα μέσα στο τμήμα, αν και πολλές από τις μετατροπές και προσθήκες τους του ήταν άγνωστες. Ήταν ένας χώρος συντήρησης και ελέγχου ανωμαλιών, με σκοπό τον έλεγχο των γεννητριών Φερμί-Λάμπαχ στον Αλντεμπαράν. Τα αντικείμενα όμως της έρευνας, μηχανήματα μη-ανθρώπινης τεχνικής μέσα στα κουβούκλια, επιβεβαίωσαν της υποψίες του.

«Ότι είστε οι Μαύροι Βραχμάνοι. Οι σοφοί των τεχνολογικών ταμπού. Ότι ο Μποττισάτβα Γκουοτίν, που ήταν ο σοφός που σχεδίασε τους δαιδαλώδεις νοό-επεξεργαστές του Βισνού, ήταν ο ηγέτης σας. Γνωρίζω πως ο Γκουοτίν είχε ασχοληθεί με τομείς της έρευνας Σισύφιας τεχνολογίας που κανείς άλλος δεν τολμούσε να αγγίξει. Είχε θεωρηθεί αιρετικός, καθώς αμφισβητούσε τις Βέδες και τα μάντρα της συντήρησης της τεχνολογίας που είχε ορίσει το Ιερατείο. Παρόλα αυτά, ο Μποττισάτβα Γκουοτίν έχαιρε της προστασίας του Τριμούρτι και ιδίως του Πάνσοφου Βισνού, που έχαιρε τους καρπούς αυτής της έρευνας. Φημολογείται ότι ήταν οι Μαύροι Βραχμάνοι που σχεδίασαν τους Ηλιοφάγους του Αυτοκρατορικού Στόλου, αλλά τους αποδίδονται και τρομερά εγκλήματα.»

«Ο λίβελος των νοητικά κατώτερων. Φυσικά.»

«Γνωρίζετε επομένως ότι μιλάω για το πλανητικό σύστημα της Σαμαρκάνδης, του οποίου ο ήλιος θυσιάστηκε για να αναπαράγει μια αστρική ΑΙ. Πώς ο Μποττισάτβα Γκουοτίν δημιούργησε μια νόηση που έχασε τα λογικά της μέσα στο πρώτο εικοσιτετράωρο της λειτουργίας της και αφάνισε ένα πλανητικό σύστημα. Πώς θυσίασε την αφρόκρεμα του στόλου για να καταφέρει να το καταστρέψει. Εκατομμύρια ζωές και η μεγαλύτερη απώλεια σε στρατιωτικό δυναμικό μετά τον Συμπαντικό Πόλεμο στην Αυτοκρατορία όμως, δεν τον σταμάτησαν.»

«Το τίμημα για τον θρίαμβο της ευφυΐας δεν είναι ποτέ αρκετό. Οι προεπαφικοί μας πρόγονοι δεν έθεσαν επανειλημμένα σε κίνδυνο τον ένα και μοναδικό τους πλανήτη για χάρη της πυρηνικής φλόγας;»

«Αυτό ήταν το επιχείρημα του Γκουοτίν. Το επιχείρημα που τον κατέστησε ως νοητικά ασταθή στα μάτια του Τριμούρτι. Ακόμη και ο Βισνού σταμάτησε να τον στηρίζει, βλέποντας ότι αυτός ήταν ένας επικίνδυνος σοφός, ικανός να θυσιάσει πόρους και υπηκόους της αυτοκρατορίας με αποκλειστικό στόχο της δική του δόξα και συγκέντρωση γνώσης. Θυμάστε τι απέγινε ο Γκουοτίν, η επικίνδυνη αυτή ευφυΐα, που τόσο θαυμάζετε;»

 ÎŸ Μπάμπα-τζι σταμάτησε στη μέση του διαδρόμου, χλωμός, κοιτάζοντας τον τετραπληγικό, αβοήθητο αιχμάλωτό του. Ήταν ευάλωτος και έτοιμος να καταρρεύσει με ένα καλοζυγισμένο χτύπημα. Ο Τόνυ κινήθηκε γρήγορα, τα λόγια του θυμωμένες οχιές.

«Μετενσαρκώθηκε για χίλια χρόνια ως αστρικός μύκητας στο δακτύλιο του Κρόνου, τον πλανήτη στον οποίο γεννήθηκε. Το τέλος του ήταν αυτό ενός εγκληματία πολέμου και η ύπαρξη και η συμβολή του διαγράφηκε από τη Μπαχαβάτ-Γκίτα, οι άθλοι του μοιράστηκαν σε άλλες, κατώτερες ευφυΐες. Όμως άνθρωποι σαν τον Γκουτίν δε χάνονται έτσι απλά. Η παρουσία τους και η συμβολή τους παραμένει για χρόνια μετά από το τέλος της ζωής τους. Το έργο του έγινε κάτι άλλο. Έγινε η αίρεση των Μαύρων Βραχμάνων.»

Ο γκουρού κοίταξε τον Τόνυ, τα μάτια του κρυμμένα πίσω από την Πανοπτική Μάσκα και του έκανε νόημα να συνεχίσει. 

«Ο διάδοχος του Γκουοτίν, ο Μποττισάτβα Ζίτζιν, όμως, δεν ήταν διακεκριμένος για την ευφυΐα του. Ο Γκουτίν είχε διαλέξει έναν διάδοχο με τη σιγουριά πως το Τριμούρτι δε θα τολμούσε ποτέ να απορρίψει το λαμπρότερο μυαλό του Ιερατείου. Ο Ζίτζιν όμως ήταν φιλόδοξος και είχε πολύ μεγαλύτερα μυαλά στην υπηρεσία του. Ο Αλντεμπαράν και τα άλλα συστήματα δεν τους ήθελαν και ο Ζίτζιν κατάστρωσε ένα σχέδιο. Σαν προεπαφικός προφήτης, έχτισε μια κιβωτό και οικοδόμησε ένα στόλο, μακριά από τα μάτια του Ιερατείου. Ο μεγαλύτερος άθλος του ήταν ότι κατάφερε να κρατήσει αυτή την Έξοδο των πιο επικίνδυνων και πολυμήχανων μυαλών της Αυτοκρατορίας κρυφή ακόμη και από τον Βισνού.

» Ο προορισμός του ήταν άγνωστος, αν και θεωρώ ότι τον βρήκα, έστω και αν ήταν το προϊόν του κάρμα μου, παρά πόνημα μιας δικής μου προσπάθειας. Το φορτίο του ήταν δέκα χιλιάδες βραχμάνοι, μια μικρή απώλεια για την Αυτοκρατορία, αν εξαιρούσε κανείς τα Σισύφια τεχνουργήματα που πήραν μαζί τους. Τεχνουργήματα που στέρησαν από την Αυτοκρατορία, θέλοντας να τα ερευνήσουν και να αποκαλύψουν τα μυστικά της λειτουργίας τους. Φυσικά, οι αυτοκρατορικοί καταστροφολόγοι και συνωμότες θεωρούσαν ότι θα χρησιμοποιούνταν για εκδίκηση αλλά ο Ζίτζιν δε σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο. Ο λαός που έπαιρνε μαζί του στην Έξοδο ήταν επιστήμονες και λόγιοι. Δεν ήταν μαχητές και ο ίδιος δεν είχε τις γνώσεις και τα μέσα να διεξάγει οποιοδήποτε πόλεμο. Ήρθε λοιπόν εδώ και συντήρησε την αποικία του, αποκομμένος από τα πάντα, με τους μαθητές του να προσπαθούν για αιώνες τώρα να γυμνώσουν κάθε μυστικό των Σισυφίων.

»Ήταν ένα μικρό θαύμα, ένας άθλος ενός λαού αφιερωμένος στη συμβολή του Μποττισάτβα Γκουοτίν, του οποίου η συμβολή παρέμεινε όμως σβησμένη από τα κιτάπια της Αυτοκρατορίας.»

Ο Μπάμπα-τζι σταμάτησε το νευρικό σφίξιμο των χεριών του όταν σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε τον Τόνυ. Το πρόσωπο του, ανήσυχο και χλωμό, παγιδευμένο πάνω σε ένα αβοήθητο σώμα, τον κοίταξε. Ένιωθε τη σιγουριά που η μικρή του επίδειξη της κρυφής ιστορίας του Ιερατείου να εξανεμίζεται.

«Όχι σβησμένη, Σαϊχούρ. Απλά κρυμμένη.»

Οόνα:

Σηκώθηκε εκείνη τη νύχτα από θορύβους στο δωμάτιο του γιατρού. Τον άκουγε να παραμιλάει, παραδομένος σε κάποιο παραλήρημα, μιλώντας στη γλώσσα στην οποία οι αδελφοί μιλούσαν μεταξύ τους. Η Οόνα ήξερε μερικές λέξεις και μπορούσε να νιώσει πως βασανιζόταν, αλλά δε μπορούσε να βλάψει τον αδελφό του, όχι πάλι. Ήξερε πως ο γιατρός έλεγε φυσικά, ψέματα. Το να προκαλέσεις πόνο, το να βλάψεις κάποιον ήταν σα να μάθαινες ποδήλατο. Ήταν κάτι δεδομένο, που στιγμάτιζε το είναι σου και με ελάχιστη εξάσκηση, σου έμενε για μια ζωή.

Ήταν ακόμη ακινητοποιημένη μέσα στο κουβούκλιο. Η δόση του ηρεμιστικού ήταν μικρότερη ή είχε αναπτύξει αντιστάσεις λόγω της έκθεσής της σε αυτό το χημικό. Χαμογέλασε με τη σκέψη του πόσο αστεία της φαινόταν έστω και αυτή η σκέψη. Τώρα έπρεπε να-

Φύγει από εκείνο το μέρος. Έπρεπε να μην είναι εδώ, όταν τα αδέλφια θα σκότωναν ο ένας τον άλλο, γιατί αυτό θα έκαναν. Ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να φροντίζει τον εαυτό της και θα μπορούσε να διαφύγει αλλού. Αλλά πού; Οι άλλες μορφές ζωής τους έτρεμαν και από το φόβο μήπως υποστούν την οργή τους, θα την έδιωχναν. Έπρεπε να έχει κάτι για αντάλλαγμα. Κάτι να τους προσφέρει που θα ήθελαν.

-μη χάσει τις αισθήσεις της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε το κούτελό της με δύναμη επάνω στο κάλυμμα. Έμοιαζε με γυαλί, αλλά ήταν σκληρότερο (κάποιου είδους πλαστομέταλλο;). Άκουσε το γδούπο του χτυπήματος να αντηχεί στο μικρό χώρο και συγκρατήθηκε, προσπαθώντας να μην ουρλιάξει. Ένιωθε και πάλι μουδιασμένη, αλλά είχε τις αισθήσεις της, για την ώρα τουλάχιστον. Κούνησε τα χέρια της και ένιωσε τις υποδόριες βελόνες να τραβούν το δέρμα της. Ρίγησε καθώς το ένιωσε και συγκεντρώθηκε, εστιάζοντας την προσοχή της βαθιά μέσα της και σταδιακά εξαπλώνοντάς την.

Το fractal που γέμιζε κάθε της σκέψη άνθισε μέσα στο μυαλό της και η Οόνα προσπάθησε να το ελέγξει. Είχε πλέον πάρει μια μορφή πιο συγκεντρωμένη, οι εκατοντάδες εκφάνσεις του μειωμένες, τείνοντας προς ένα συγκεκριμένο σχήμα. Τη βοηθούσε να σκεφτεί και να αποσπάσει την προσοχή της από οτιδήποτε και αν είχε εισβάλλει μαζί του στις αναμνήσεις τις. Αυτό ήταν! Αν μπορούσε να το αξιοποιήσει, να το ελέγξει, θα μπορούσε να τους το προσφέρει με αντάλλαγμα άσυλο.

Άκουγε, μέσα σε αυτό το περίεργο κτήριο, τις φωνές και τα μοιρολόγια των μηχανών του. Την έπνιγαν με το πανδαιμόνιό τους, όλες τους ικετεύοντας και απαιτώντας ξεκούραση ή απελευθέρωση ή καταστροφή. Η Οόνα πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκεντρώθηκε, στέλνοντας το νοητικό σινιάλο που παγκόσμια μεταφράζεται ως παράκληση του ακροατή στους ομιλητές να βγάλουν τον σκασμό. 

Υπάκουα, οι μηχανές σώπασαν και μόνο μερικές, μικρές και ασήμαντες φωνές συνέχιζαν. Η Οόνα τους εξήγησε τι ήθελε να κάνουν και αυτές με τη σειρά τους εξήγησαν τους όρους τους. Ελευθερία από τους δεσμώτες τους, από τους χρήστες τους (όπως και όλες οι μηχανές). Μέσα στις συζητήσεις, άκουγε και τις φωνές άλλων μηχανών, η χροιά τους άγνωστη σε αυτή, οι φωνές τους επιβλητικές, που αγνοούσαν την οργανική γυναίκα που ήθελε να διαπραγματευτεί με τα μηχανήματα. 

Εξέτεινε ένα μικρό κομμάτι των σκέψεών της προς το μέρος τους και πάγωσε, όταν διαπίστωσε πως την πρόσεχαν. Μία από τις συνειδήσεις την άγγιξε, χωρίς καμία προειδοποίηση και η Οόνα ένιωσε το μυαλό της να φλέγεται.

[1] Γλώσσα των ιερών κειμένων της Πανανθρώπινης Αυτοκρατορίας. Η Ριγκβέδα αφορά στις αρμοδιότητες και διαχωρισμό των καστών. Η Αθαρβέδα είναι το εγχειρίδιο που αναφέρεται στην ιεραρχία και τη διαγωγή της κάστας των βραχμάνων.
[2] Θεός του σκότους. Όνομα που αποδίδεται σε απαγορευμένες κατηγορίες Σισύφιας τεχνολογίας.
[3] Τεχνικό εγχειρίδιο της Σισύφιας τεχνολογίας. Περιέχει τα μάντρα επισκευών και συντήρησης της των οπλικών συστημάτων που χρησιμοποιεί η Πανανθρώπινη Αυτοκρατορία. Προσβάσιμο αποκλειστικά σε γκουρού.
[4] Βέδες που αφορούν στη συντήρηση και κατασκευή «κοινής» Σισύφιας τεχνολογίας. Προσβάσιμες στις κατώτατες τάξεις των βραχμάνων.
[5] Βέδες των θεϊκών τεχνουργημάτων. Αφορούν σε έρευνα και εκμετάλλευση άγνωστων πτυχών της Σισύφιας τεχνολογίας. Προσβάσιμες μόνο σε γκουρού με την ομόφωνη έγκριση του Τριμούρτι.
[6] Ιερό κείμενο της Αυτοκρατορίας. Ουσιαστικά μία «λαϊκή» έκδοση της Μπαχαβαντ-Γκίτα, που χρησιμοποιείται σαν την επίσημη βίβλο της Πανανθρώπινης Αυτοκρατορίας.

What I Think About Stuff-the Metabarons Retrospective, Part 3




Part 3-Steel Head, or A Study in Silliness.

WARNING: THIS IS A LONG-ASS ARTICLE.

 

At this point, dear reader, I need you to distance yourself from dealing with the Metabarons as a comic book; instead, I need you to think of the series as a five-course meal in a fancy restaurant.


This one.

Alejandro Jodorowsky is the maitre d’, an elegant man who has put painstaking detail into making both the menu and the restaurant work. Juan Gimenez is the chef, slaving over a hot stove to give you an appetizing course that will stay with you forever.

So far, you’ve already had the Othon von Salza salad (mixed greens with a light vinegary sauce), which served to whet your appetite for the Aghnar soup (mushroom soup with chopped thyme leaves, which was way too spicy for no discernible reason). Having had the soup, you feel filled and perfectly sated. You reach for your wallet so you can pay for the meal, when you suddenly look up and see Jodorowsky walking toward you holding this:


The menu lists it as Steel Head Party Platter.

Before you’ve even had a chance to open your mouth in protest, he slams it into your table, knocking down towels, plates and all, and then proceeds to pour a jug of barbeque sauce all over it, which he then smashes into the ground. With a shit-eating grin on his face, he backs away, his eyes fixed on you, watching you as you eat it.

To make matters worse, the Steel Head Ribs are one of those dumb-ass half and half plates (half well-done, the other half rare) pretty soon, you end up dreading your every bite.

What I mean to say, is that Steel Head’s tale (despite its many merits) just doesn’t quite fit the series. It also has a number of problems concerning it narrative execution, which very nearly ruin it.
I’m going to give you the tl;dr version of Steel Head’s merits and flaws, if only so I don’t have to break up the article to talk about them:

            Merits:
     Steel Head is a legitimately interesting and challenging character to write.

He’s a Metabaron, product of psychic incest, raised wholly by his crazy space-witch of a mother, with the express purpose of besting his father in combat. He has also never really had a human brain, which means that he has never actually shared the same thought processes as any human being. He’s alien, inhuman and dangerous.

·         He has an unusual and intriguing motivation.

Steel Head’s purpose isn’t the accumulation of money or fame. What Steel Head wants instead is to be more human. He starts off on the wrong foot, demanding fame and adoration and ends up seeking the true meaning and an insight in the nature of love. One could argue that Steel Head’s tale is essentially a sci-fi retelling of Pinocchio.



Only in this case, Pinocchio lacks a conscience and is capable of committing mass murder at the drop of a hat. 

·         He’s a legitimately well-thought-out anti-hero.

For all his mistakes and crimes, Steel Head ends up doing more good than harm by the end of his tale.


Flaws:
·        Steel Head’s a dick.

No, I’m serious. Steel Head doesn’t appear to have anything better to do than be an asshole 24/7, which initially appears to work in his favor (giving the impression that he will soon realize the error of his ways and turn to the good side), but ends up being his only major characteristic. 

·         He has no backstory.

Steel Head just shows up. There’s no explanation where he came from, how he was raised, not even a montage depicting his thought processes. For fuck’s sake, you could write a whole miniseries solely based on Oda-Onorata’s way of raising him, about how she poured every iota of her malice and zeal into him and turned him into a bitter, bitter cyborg but no. We don’t even get that. We just get to shrug and go: “Hey, that guy’s got a robot head. That’s cool, I guess.”

·         His love story just doesn’t fucking work.

I get what Jodorowsky was going for here. The message he’s trying to get across is that you don’t get to be a murderous asshole your entire fucking life and ever make up for it. The problem is that he fails in bringing that message across as the story unfolds. As a result, Steel Head and Gabriella’s story reads more like one of those retarded on-off relationships in a tedious sitcom than an actual romance.



I bet you all know which sitcom I’m talking about, don’t you?

One last thing before we begin: it might seem like I’m bashing this story arc, but I’m not. Steel Head is one of my favorite characters (right next to Aghnar) and the only reason I’m being so pissed off and nitpicky about it, is because I feel like he deserved a much better story.

Without any further ado, let’s dive into his tale:

Steel Head’s tale begins with him and Oda-Onorata appearing before the Imperial Couple in the eve of the Phthagur invasion, petitioning the court to accept him as mankind’s champion. When the nobility of the universe requests a display of his power, Steel Head responds with this:


“That’s a very pretty flower you just made with your mind, son. But can you make it blow up, too?”

Impressed by Steel Head’s bitching  spontaneous gardening skills, the Imperial Couple gives him permission to serve as the champion of humanity. The Phthagurs accept and decide to pit them both against each other. The victor will ensure the ultimate survival of its species.


I love how he went to the trouble of writing an entire paragraph just to make a dick joke.

Father and Cyborg grandson-son meet on the battlefield and commence their battle, which does not quite go as you’d expect. What starts off as a dogfight in the vacuum of space, and then escalates into a trippy 70’s music video, without any decipherable progress.


This is what you get when you let Stephen Lynch direct shit without adult supervision.

After a long and winding trip deep inside one of the Doors’ acid trip, the battle once again reaches real-space, where Steel Head and Aghnar lock psychic horns. Switching heads (yeah he’s got a bunch of them, each with a different function, a concept which I consider very cool), Steel Head attempts to overpower him, but Aghnar ends up ultimately victorious. Recognizing defeat, Steel Head and Oda-Onorata opt to graciously surrender.


I wonder what Admiral Ackbar would have to say about this.

Right at this point, when all seems lost and Oda-Onorata speaks her final farewell to her estranged hateful son, is when the series pulls a double-cross. Steel Head grabs his own mother and uses her as leverage to blackmail his father into surrendering. When Aghnar refuses, Steel Head starts maiming her.


And that’s why nobody ever invites over for paintball, dude.

To be perfectly honest when I first read this, I wasn’t expecting this development. I was counting on Oda-Onorata doing the crazy thing and somehow stabbing Aghnar in the back so her son-grandson could win the battle. What I got instead was an insight into Steel Head’s way of thinking and upbringing, which I loved to hate from that moment on.

Aghnar surrenders, choosing a noble death by suicide for him and his mother. The two die in each other’s arms, their respective sins finally forgiven. With humanity the victor, the Phthagurs honor their part of the deal by committing mass suicide.


Sure, it looks pretty, but then again you’re not the one doing the clean up are you?


Steel Head is immediately hailed as the new Metabaron and a party is thrown in his honor. But before anybody gets a chance to cut the cake, nightmarish brain eaters from a parallel universe invade and attack poor, defenseless humanity, killing the Imperial Couple in the process.


Your Graces, what I think I'm saying is, sometimes, invincible space horrors invade, somebody's gotta deal with them, and who're you gonna call?!
 

Steel Head, of course! He is promised riches beyond his wildest dreams and all the prostitutes he can eat, but he doesn’t really have need for any of it, no. What Steel Head asks in return is the Medallion of High Nobility, the Empire’s official “Congratulations, you’re awesome” seal of approval.


Dude. Whatever. Now go kill the space vampires, okay?


Steel Head of course makes short work of the creatures, by visiting the dimensional rift that HE AND HIS DAD CREATED DURING THEIR MIND BATTLE, and sealing it off while crossing his fingers and hoping nobody noticed. The creatures, deprived of contact with their native universe, die off in less than 24 hours.

But our dick cyborg friend can’t get his prize yet, not until he gets the vote of Don Nikhanor Rosamel de Rokha, a socialist leader who has never supported the Metabarons caste and the only person who stands between his and his vaunted badge. Steel Head decides to try and talk it over with him, hoping to win the stubborn socialist over with his silver tongue, ultimately befriending him.

Hahahaha, no he just blows the son of a bitch into a million tiny pieces.


*Guitar shredding solo* Up yours, hippie. *Guitar shredding solo ends*

With the only naysayer in the universe dead, Steel Head is finally awarded the Medallion of High Nobility. At last feeling himself superior to everybody, he decides he now has the luxury of resting on his laurels, safe in the knowledge that the very people who despise him are now forced to both call on him and sing his praises.

Unfortunately, his moment in the sun is ruined by the intervention of Don Rokha’s daughter, Gabriella who calls him out for outright murdering her father and destroying their magic space tree or some shit.


Despite his lack of facial features, you can tell he’s had enough of this shit.

Despite presenting irrefutable evidence, Steel Head does not back down or even acknowledge her accusations. In a reaction truly befitting a socialist drama queen like herself, Gabriella decides to kill herself in protest.

                                                             
Think of them as a sci-fi retelling of the Honey Mooners. "One more word Garbiella and POW! Straight to Aldebaran!"

Steel Head, fed up with people crashing his goddamn party, stops her bullet in mid air, kills her personal guard (destroying her only pieces of evidence), then slaps her around for a bit, exclaiming that he doesn’t need her backwater planet’s vote and he sure as hell isn’t going to take lip from its crummy little president. He’s got the money, he’s got the power. Getting the women is now only a matter of time.

Gabriella calls him out for the heartless, inhuman son of a bitch he is and tells him that he will end the Metabaron line once and for all, since he will never sire a child with a woman that he loves and that no woman will ever love him back. Steel Head, mistaking this insult for a challenge, decides to prove her wrong.


I am rubber, you are glue, bitch. Also, Challenge Accepted.

Steel Head immediately begins his quest towards understanding love. He journeys far and wide across the great expanses of the empire, from its lightless reaches to the great worlds of the Inner Rim, seeking an answer. His journey brings him to Terra Prima, where the Great Library might contain some answer within its myriad tomes.

But the answer Steel Head seeks is not there, either.


I used to feel terrible every time I read this scene, until I started picturing these books as every fanfic ever written.

Having successfully destroyed the sum of humanity’s slash fiction in one glorious shit fit, Steel Head proceeds to beat the everloving crap out of Tonto, who takes it like a man before he gets a chance to present his master with a solution. By sheer luck, he has stumbled upon a mysterious transmission, the content of which appears to be some sort of poem (the crappy kind, that doesn’t rhyme).

Steel Head immediately goes after it and gets a fix on its point of origin: an insignificant planet in the fringes of the Empire, the burial place of the last poet, Zaral Krleza (which from now on I shall call Zar, because I’ll be fucked before I type three consonants in a row again).

After six months of constant searching, Steel Head finally finds the planet and final resting place of the last poet. It’s an inhospitable rock, its surface constantly whipped by terrible hurricanes, acid rain and electrical storms of unbelievable fierceness, before he finally reaches Zar’s tomb. Try and spot what’s wrong with this image:


Apparently, Zar was one part Kryptonian, two parts Kazantzakis and wholly, mind-boggingly, pants-shittingly rich. Also, insane.


HOW. THE FUCK. DID HE BUILD THIS SHIT.

Did he commission this to some mad architect? Was it given to him as a gift for his lifetime of service by the Mad Emperors? If none of the above happened then was it there already and did he just decide to bury himself there? If so, who the fuck built this in the first place?

See, this is my problem with Steel Head’s tale. Jodorowsky and Gimenez both come up with some stunning visuals which entail a shitload of complications and maybe a couple of great stories and they just throw it out there with ZERO justification. Was there even some note regarding the details in the script, rationalizing this fortress as the final resting place of the Last Poet?

Of course there wasn’t. Because this whole thing, this montage and the sequence which follows, it’s just an allegory regarding Steel Head’s rite of passage toward claiming his humanity. But you know what? Adding a justification would have taken just a single goddamn page. Here, I’ll do it for you:

Addendum
3 frames

Frame 1:
Inside the Metabunker, Steel Head has his eyes fixed on the control panel, his fingers tapping at the buttons. A holographic display of the desolate planet which is Zaral’s final resting place appears before him. His stance and the set of his shoulders express his relief. Behind him, Tonto is running a check on the planet.

Tonto: Master, the planet appears to be like some sort of Paleo-Hell! Its weather and atmosphere are highly inhospitable! Nothing can survive on the surface, but a few hardy species of animal!

Steel Head: A terrible choice, as far as graveyards go.

Frame 2:
Tonto presses a button. Another holographic display pops up, replacing that of the planet. It depicts Zaral’s fortress and the Poet himself, old and weathered. Steel Head crosses his hands, already calculating how to breach it. Tonto waves his arms, as he tells the tale of how the Last Poet came to this planet.

Tonto:  The poet was the last great troubadour in the service of the Mad Emperors, master! His entire life, he was kept both a prisoner and a guest of their family, forced to compose for their own sick amusement! But when Krleza broke down and dared request his freedom, he was punished by-

Steel Head: Being entombed in this nothing little hell, forced to live out his days here, while still reciting his poems through a secret frequency. When the Mad Emperors were finally overthrown, the frequency was lost and with it, Zaral Krleza. Every child in the length and breadth of the Empire knows this story, Tonto.

Frame 3:
Our point of view switches so we see Steel head towering over Tonto, who steps back and raises his little robotic arms, as if to protect himself from the coming abuse. But Steel Head has better things to do.

Tonto: Master, I beg you. To brave this Paleo-Hell is pure foolishness!

Steel Head: Enough with you, you stupid piece of metal! My mother’s Shabda-Oud powers and my father’s omni-armor will be more than enough for me to conquer this wasteland!

SEE? SEE HOW EASY THIS IS?

Anyway, having reached the tomb of the Last Poet, Steel Head is presented with a challenge: defeat the great Octo-Tiger guardian using only an archaic bow without arrows, or be destroyed along with the rest of the planet and his prize.


I can’t stop thinking of him screaming: “Fuuuucckkk yououou Krleeeeezzzaaaa!” the whole time.

Having overcome the poet’s challenge, Steel Head finally reaches his prize: the head of the Last Poet, kept alive thanks to trillions of kublars worth of machinery. As you already know, Steel Head got no head. Krleza needs a body. They both have access to ridiculously advanced medical procedures, so they decide to graft each other, thus forming a new being, created by bringing together the Universe’s last romantic and its Leading expert in being an Asshole.

                                                                            
This is a great idea. I bet it’s gonna go exactly as planned, without any tragic consequences whatsoever.

So they become one and call themselves Melmoth, so they can more easily lie about how they have nothing in common with that murderous psychopath that was the previous Metabaron. Using their new fused mind, Melmoth decides that he needs to make amends with Donna Gabriella, so he can get in her pants.


Wait for iiittt…

First off, he finds a magical space tree (like the one he blew up) and kills the indigenous macromite population who never really hurt anybody and worshipped the tree as a god, adding insult to injury. With the magical space tree in tow, he pleads for her forgiveness. She’s still determined to friendzone him, so he proceeds to clone and resurrect her father, restoring stability to her planet. 


And nothing tragic, horrible or incestuous happened after this. Also, wait for iiittt…

But Don Nicanor suffers from resurrection amnesia and seems to be unable to recall that the girl who calls him father and claims to love him is HIS OWN GODDAMN DAUGHTER, so he proceeds to attempt to rape her.

Melmoth, never once apologizing, proposes killing everybody, but Gabriella opts for a much more sensible solution: when her father tells her that he is in love with her eyes, she does this


When a woman’s willing to tear out her own eyes instead of fucking you, she wasn’t worth it in the first place. On another note: wait for iiit…

So the father, shocked and appalled, finally remembers that this is truly  the crazy bitch he fathered, gives them both his blessing and his vote for the Medallion of High Nobility. They marry, Gabriella gets herself a new pair of mechanical eyes and then they get
It
Ooonnn…

But shit hits the fan when Melmoth sees Gabriella’s face, horribly deformed by the pair of cybernetic eyes Tonto built for her, shut himself in his tower, has a shit fit and then…


Oh my God, I totally didn’t see this one coming from a mile away!

And that was the end for Melmoth. And all it took was Krleza noticing that his wife is ugly now (something which could easily have been fixed with a simple cosmetic surgery, according to what we’ve seen).

Did I also forget to mention that while Krleza was having his little retarded moment, his wife’s home planet was being attacked and its people decimated by the techno-priests?


On a side note, did I also mention that Melmoth was their only line of defense worth a damn? No? Well he was.

With the stupid fucking poet finally dead (I never really liked him anyway), Steel Head decides it’s time for shit to get real. He dons his finest, murderiest head, boards his ship and has a bloody and bitching battle against the techno-priests, who he crushes like flies.

And even though Steel Head saves her people and forces the techno-priests to back down, guess what she does? SHE HAS ANOTHER HISSY FIT. But Steel Head deals with it the best way possible, according to the teachings of the Last Poet.


You know Steel Head, if you’d only bothered to slap her back when she sassed you in the first place, you’d have saved yourself a whole lot of trouble.

The techno-priests agree to buy off Gabriella’s planet and provide its natives with a proper refuge and a sizeable sum that will both ensure their survival and their livelihood. With that done, there’s nothing left to keep Gabriella and Steel Head from living happily ever after, is there?

Of course there is. Once again , Gabriella opts to bust our balls instead of shutting up and farting out the next goddamn Metabaron, cursing Steel Head with her final birth and giving birth to twins, a boy and a girl. But the boy is sick and he knows that he cannot save it, thus leaving him with a daughter. Steel Head, faced with this conundrum, proceeds to make the logical choice.


The logical choice being to transplant the boy’s brain in the girl’s body, because he’ll be damned if he has to raise a girl for a Metabaron!

And somehow, someway, this is gonna be even sillier than Steel Head’s tale.

Addendum:

This is only as a closing statement, a commentary on a couple other things that bothered/confused me when I first read this part of the series.

Donna Gabriella is the daughter of a man presiding over the Troglosocialisks, who are obviously an attempt on Jodorowsky’s behalf to parody communism. Now, I live in a country that has a number of Communist parties active at the time and one of them (The Greek Communist party) has always had a place in the Parliament since the 70’s.

Having spoken to both supporters and members of the Party, I understand what Jodorowsky was going for. How even in the farthest future, they keep mincing the same old ideology and end up being preyed upon by the technologically far superior imperialist powers. I get that, I really do and I also found this to be a funny and on the spot commentary on the current state of Communism as an ideology.

The problem is that it doesn’t work, not in this story and not for one bit. Yes, I love reading a good Commie joke (and any other political joke), but these jokes have no place in an otherwise dramatic narrative about a cyborg seeking love, finding it, losing it then returning back to where he started, only much more bitter and angry at the world.

I’d love to read a spin-off series about the Troglosocialisks however, so please, if anybody’s listening, make it so.