`

Σισσύφιες Επιστολές-Η Γέννηση του Άλεφ, μέρος Πρώτο





Ας αναλογιστούμε το Σύμπαν.

Ας προσπαθήσουμε, έστω για μία στιγμή της ζωής μας, να αποπειραθούμε να χωρέσουμε μέσα στο μυαλό μας, μία μυριάδα μυριάδων κόσμων, γαλήνιες σφαίρες που περιστρέφονται αθόρυβα γύρω από μεγαλύτερους ενεργειακούς γίγαντες, που με τη σειρά τους πλέουν στο Kενό, παραδομένοι στη γαλήνη του απείρου, σκεπτόμενοι, προφανώς, αστρικές σκέψεις. Ας οραματιστούμε έπειτα τους γαλαξίες, που κάθε ένας τους μπορεί να κρύβει εκατομμύρια ηλιακά συστήματα και νεφελώματα, τεράστια αστρικά κατασκευάσματα τέτοιου μεγέθους που χρειάζονται ακόμα και μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια για να περιστραφούν γύρω από τον εαυτό τους, καθώς πλέουν με ταχύτητες εκατομμυρίων χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο μέσα στο μεγαλύτερο Κενό που τους περιβάλλει, εξίσου διάστικτο με αστέρες.

 

 ÎŸ τιτάνιος αυτός μηχανισμός, δεν είναι παρά ένας από τους χιλιάδες άλλους, που με τη σειρά τους πλέουν μέσα στο κενό, άμυαλα διαγράφοντας πορείες που ολοκληρώνονται σε δεκάδες χιλιάδες χιλιετίες. Με τη σειρά τους οι πορείες αυτές δεν επαρκούν για να καλύψουν ένα δέκατο τρίτο του υπολοίπου του μεγέθους του απίστευτου αυτού κατασκευάσματος, που ξεπήδησε μέσα σε μία στιγμή, δεκατρισήμιση δισεκατομμύρια χρόνια πριν, όταν ένα υπερσυμπυκνωμένο σημείο άπειρης βαρύτητας εξερράγη. 

 Î‘ν κοιτάξουμε ακόμη πιο μακριά, θα δούμε με τη σειρά τους τις Στήλες της Δημιουργίας, μακροκοσμικές κατασκευές, που θέτουν τα θεωρητικά όρια της ύλης, τόσο μεγάλες σε μέγεθος που είναι αδύνατο να γίνουν αντιληπτές από το δικό μας οπτικό πεδίο . Με τη σειρά τους, θέτουν  τα όρια για τις κοσμικές μεμβράνες που οριοθετούν μόνο ένα κλάσμα της τεράστιας, αδιάφορης, βραδυκίνητης, απέραντης, αχανούς, αφάνταστης, αδίστακτης, ακριβούς μέσα στο χαώδες της μεγαλείο, όμορφης μα και τόσο μα τόσο φρικαλέας κατά τόπους κατασκευής που είναι το Σύμπαν.

Αν η περιγραφή αυτή δεν είναι επαρκής για να αντιληφθούμε την αδιανόητη έκταση για την οποία μιλάμε, τότε θα πρέπει να σκεφτούμε και την έκτασή του στο μικροκοσμικό επίπεδο, μέσα στα νεφελώματα, τους γαλαξίες, τις υπέρ-κατασκευές των ανώτερων πολιτισμών, τους πλανήτες, τις ηπείρους, τις πόλεις και, εν τέλει, τους κατοίκους των μυριάδων πλανητών που έχουν με τη σειρά τους δώσει ζωή σε αμέτρητα είδη σε όλο το Σύμπαν. 

Συγκριτικά με το τιτάνιο μέγεθος του ευρύτερου χώρου στο οποίο κατοικούν, η έκταση και τα επιτεύγματά τους δεν αποτελούν παρά αμελητέα μεγέθη. Κάθε πόλεμος, επιτυχία, γενοκτονία, γέννηση, σπατάλη, ανακάλυψη, δεν είναι παρά ένα μικροσκοπικό συμβάν που συμβαίνει στη σκιά ενός αδιάφορου γίγαντα.

Είναι επομένως απολύτως φυσιολογικό με τη σειρά μας να αναγνωρίζουμε ότι το Σύμπαν, σαν οντότητα, αδυνατεί να νοιαστεί για κάθε μας πράξη. Με τη σειρά μας και εμείς, φυσικά, το αγνοούμε και δρούμε αρνούμενοι να αναγνωρίσουμε ότι δεν είμαστε παρά συμβάντα, κατά τη διάρκεια της τεράστιας και πολύπλοκης ζωής του.

 Î— κατακλείδα είναι ότι το Σύμπαν δε νοιάζεται. Με τη σειρά μας και εμείς το αγνοούμε καταπώς του αρμόζει. Ίσως, αν έπαιρνε λίγο παραπάνω χρόνο να ασχοληθεί μαζί μας, δε θα αναγκαζόμασταν να συμβιβαστούμε με την έννοια της δικαιοσύνης και να φιλοσοφήσουμε ή να ερευνήσουμε το σχήμα ή τη φύση του.

Αλλά αν δεν υπήρχε ένα αδιάφορο, άγνωστο Σύμπαν για να κατακτήσουμε και να υποτάξουμε, τότε θα έπρεπε σίγουρα να το εφεύρουμε.


Η μόνη ειλικρινής τραγωδία είναι ότι κάθε μας επίτευγμα επισκιάζεται από την απάθεια του Σύμπαντος.
-Σισύφιες Επιστολές, Μπαχαβάντ Γκίτα, Απόκρυφα.

Η Πανανθρώπινη Αυτοκρατορία

Μέσα σε ένα γαλαξία, κάπου στο εσώτερο άκρο του, βρίσκεται ένα ηλιακό σύστημα. Είναι ένα κατά τα άλλα αδιάφορο σύστημα, με εννιά πλανήτες και  τους δορυφόρους τους, περιστρεφόμενοι αδιάφορα, σκεπτόμενοι μεγάλες, αργές σκέψεις σχετικά με το περιεχόμενο των κόσμων, τη θέση τους στο Σύμπαν και το νόημα της ύπαρξής τους. Από αυτούς τους πλανήτες, ένας μόνο βρίσκεται σε κατάλληλη απόσταση από τον ήλιο ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει ζωή.

Η Γη. Ή, όπως αποκαλείται στους χάρτες της Πανανθρώπινης Αυτοκρατορίας, Τέρρα Πρίμα (Καθώς το αρχαϊκό “γη” ήταν μια λέξη που σήμαινε έδαφος).

Η Τέρρα Πρίμα ήταν, για τα δεδομένα των πλανητών, ανέκαθεν κακομαθημένη σαν πλανήτης. Ήταν η αγαπημένη θυγατέρα του Ήλιου. Έφερε ζωή, ώστε να της παρέχει τα αγαθά της, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πλανήτες παρέμειναν ακλόνητοι στις τροχιές τους, σμιλεύοντας την επιφάνειά τους σε τιτάνιες ερήμους, απολαμβάνοντας τις χιλιετηρίδες της νωθρότητάς τους. Πλέοντας μέσα στο σκοτάδι, τα αδέλφια της Τέρρα αναλογίζονταν την κλίμακα των κόσμων, προστατευμένοι από το βαρυτικό πεδίο του Κρόνου, αλλά κυρίως του  Δία, που με τη σειρά τους, όντας οι μεγαλύτεροι πλανήτες, απασχολούσαν τη μάζα του με πιο απτές ευθύνες, όντας ανίκανοι να φιλοξενήσουν ζωή.

Η Τέρρα φιλοξένησε πληθυσμούς, γέννησε πολιτισμούς και τους εξαφάνισε, όταν πια αυτοί δεν αρκούσαν να κορέσουν το ενδιαφέρον της, επιτρέποντας σε άλλες μορφές ζωής να πάρουν τη θέση τους. Γέννησε έναν δορυφόρο, αφού συγκρούστηκε με ένα μετεωρίτη, όταν ήταν ακόμη νέα και είχε αποτύχει και πάλι στο σχηματισμό της ζωής σύμφωνα με τα μέτρα της. Η σύγκρουση, όμως που δημιούργησε το δορυφόρο της, τής  επέτρεψε μετά από χιλιάδες χρόνια γαλήνης, να φιλοξενήσει και πάλι ζωή. Η μορφή αυτή ζωής αρχικά τη διασκέδαζε, όντας απόλυτα απροστάτευτη εναντίον της. 

Αναλωνόταν σε πολέμους, συγκρούσεις και καταχρήσεις, σπάζοντας τη μονοτονία της. Με το πέρασμα των αιώνων, η μορφή ζωής αυτή είχε μάθει να προλαμβάνει τα ξεσπάσματά της,  σαν ένα βαθύτερο, αταβιστικό, θα έλεγε κανείς, ένστικτο να είχε αναπτυχθεί πλέον μέσα τους,   που να τους προειδοποιούσε για κάθε της καπρίτσιο.

Ή Τέρρα δεν ήταν προετοιμασμένη για αυτό το ενδεχόμενο. Προσπάθησε επανειλημμένα να εξοντώσει αυτή τη μορφή ζωής, εξαπολύοντας κάθε είδους κλιματική και οικολογική καταστροφή, αλλάζοντας τη θέση των πόλων της και αυξάνοντας τη στάθμη των ωκεανών της, αλλά κάθε προσπάθειά της αποτύγχανε οικτρά.

 Î— ανθρωπότητα τιθάσευσε την Τέρρα. Ο πλανήτης υπέφερε κάτω από τον ζυγό του ανθρώπου και συνέχισε μελαγχολικά την τροχιά της γύρω από τον Ήλιο, ζηλεύοντας την ολύμπια ηρεμία των αδελφών πλανητών της. Άδικα παρακαλούσε τα μεγαλύτερα αδέλφια της να αφήσουν έναν κομήτη να περάσει και να την λυτρώσει για άλλη μια φορά από το αποτυχημένο εγχείρημά της. Ο Δίας και ο Κρόνος είχαν αποφασίσει να μην ανακατευτούν ξανά με την βιτσιόζα Τέρρα, ώσπου να μάθει να λύνει μόνη της τα προβλήματά της.  ÎŒÎ½Ï„ας πλέον ηττημένη, δεν έδινε καν σημασία στις δραστηριότητες της ανθρωπότητας, που με τη σειρά της πειραματιζόταν με κάθε είδους βλασφημία, προσπαθώντας να σμιλεύσουν τα θεμέλια του κόσμου γύρω τους, να φτιάξουν όχι μόνο έναν πλανήτη, αλλά και ένα Σύμπαν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση.

 Î”εν πέρασε πολύς καιρός, πριν η ανθρωπότητα με τη σειρά της, τραβήξει την προσοχή των Σισύφιων. 

 Î¤Î¿ έτος 0 Μετά Επαφής, η ανθρωπότητα, πειραματιζόμενη για άλλη μία φορά με τη φύση των πραγμάτων, ανακάλυψε τυχαία (όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες ανακαλύψεις) μία μέθοδο διάνυσης του χώρου χωρίς την απαραίτητη διάνυση του χρόνου. Στην Τέρρα Πρίμα, ένα φιλόδοξο, αλλάζον, ανείπωτα δημιουργικό και αφάνταστα αδίστακτο είδος, ανακάλυψε τον τρόπο να δημιουργεί σκουληκότρυπες, οι οποίες συνέδεαν χωρικά δύο σημεία, επιτρέποντας την άμεση μεταφορά ύλης μέσα από τις διόδους τους. 

 Î¤Î¿ ίδιο έτος, με ελάχιστη φανφάρα και χωρίς απολύτως καμία προειδοποίηση, οι Σισύφιοι ήρθαν στην Τέρα.

 ÎŸ ερχομός τους δεν ήταν εντυπωσιακός και οι σκοποί τους δεν ήταν εχθρικοί. Οι Σισύφιοι ήταν, όσο τουλάχιστον αφορά στις προσδοκίες μας για εξωγήινες μορφές ζωής και τις προθέσεις τους απέναντι στο είδος μας, απογοητευτικοί. Δεν παρουσιάστηκαν μπροστά μας σαν κατακτητές και δεν υπήρχε τίποτα επάνω τους που υποδήλωνε ένα είδος που είχε επιτύχει τη θεμελίωση ενός επιπέδου Ωμέγα πολιτισμού στην κλίμακα Καρντάσεφ. Δεν ήταν τρομεροί στην όψη, δεν έφεραν όπλα απερίγραπτης καταστροφής, δεν ήταν άμορφοι ή εντομοειδείς, δεν επιχείρησαν να ρίξουν τις κυβερνήσεις μας ή να αφανίσουν το είδος μας. 

Κατά έναν πολύ ανησυχητικό τρόπο, οι Σισύφιοι δε διέφεραν και τόσο πολύ από εμάς.
 Î¤Î¹Ï‚ πρώτες ημέρες του έτους 0, όταν η πρώτη Σισύφια αντιπροσωπία ήρθε στην Τέρρα Πρίμα, προκλήθηκε μαζικός πανικός, καθώς δεν εμφανίστηκαν σε σκάφη και δεν ανακοίνωσαν την παρουσία τους. Απλά, το πρωί της πρώτης ημέρας του έτους, που θα ονοματιζόταν έτος 0, τα όντα που θα άλλαζαν την πορεία της ιστορίας μας για πάντα ήταν… εκεί.

Όσο επικρατούσε ο πανικός και η ανθρωπότητα αμφισβητούσε την ολότητα των γνώσεών της, ακόμη και την ταυτότητα των αλλόκοσμων επισκεπτών της, οι Σισύφιοι περίμεναν υπομονετικά. Έμοιαζαν με υπομονετικούς γονείς, που περίμεναν να εξαντληθούν τα υπερκινητικά παιδιά τους πριν τους μιλήσουν. Όπως αποδείχτηκε, είχαν προηγούμενη εμπειρία μίας τέτοιας αντίδρασης…

 Î‘φού καταλάγιασε ο πανικός, οι επισκέπτες συστήθηκαν πρωτίστως στους απλούς ανθρώπους και τέλος στους αρχηγούς μας. Εξήγησαν στην ανθρωπότητα ότι δεν είμαστε μόνοι μας στο Σύμπαν και ότι δεν είμαστε με κανένα τρόπο ξεχωριστοί. 

Είμαστε, τόσο εμείς, όσο και αυτοί, πορίσματα μίας αλυσιδωτής αντίδρασης συμπτώσεων που ξεκίνησαν δεκατρισήμιση δισεκατομμύρια χρόνια πριν (ή για αυτούς, ίσως και περισσότερο). Κάθε μας επίτευγμα επισκιάζεται από το τρομακτικό μεγαλείο του Σύμπαντος που μας περιβάλλει, το οποίο με τη σειρά του αποτελείται, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από το διαστρικό κενό. 

 Î‘λλά μέσα στην τιτάνια φρίκη του, το Σύμπαν φιλοξενεί ζωή.

 ÎšÎ±Î¹ η ζωή προκαλούσε το σύμπαν και συντάρασσε τη γαλήνη του. Κλόνιζε τα θεμέλια του ουρανού με την καθαρή απιθανότητα της ύπαρξής της και δημιουργούσε κάθε ημέρα και από ένα θαύμα. Και το επίτευγμά μας το οποίο τους τράβηξε στην Τέρρα, ήταν το σημάδι ότι κάναμε και εμείς το πρώτο μας βήμα για να αλλάξουμε την φύση των πραγμάτων.

 Î¤Î¿ θεώρημα Φερμί-Λάμπαχ, το οποίο κατέστησε δυνατή τη διάνυση του χώρου χωρίς χρόνο και η δοκιμή του, τράβηξαν την προσοχή τους προς την Τέρρα. Ήταν σημάδι ότι η τεχνολογία μας (και όπως λανθασμένα συνήγαγαν και η κοινωνία μας) ήταν έτοιμες να ενταχθούν στη μεγαλύτερη κοσμική οικογένεια. Για αυτό το σκοπό και είχαν έρθει σε εμάς, για να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους, όντας το είδος με το ανώτατο δυνατό επίπεδο ανάπτυξης. Ήθελαν να μας δώσουν την τεχνολογία, την τεχνογνωσία και την επιστήμη τους, ώστε να μπορέσουμε να συνεισφέρουμε, εξαπλώνοντας το φως της γνώσης μας, πολεμώντας ενάντια στον τρόμο και την αδιαφορία της ύπαρξης που μας περιέβαλλε.

 Î— αποτυχία της αποστολής τους ήταν οικτρή και αναμενόμενη. Η ανθρωπότητα καταχράστηκε, απομύζησε, εξαπάτησε και παρεξήγησε τα δώρα των Σισυφίων. Και κάθε φορά που οι ευεργέτες μας θεωρούσαν ότι με κάποιο τρόπο μπορούσαν να προβλέψουν και να προλάβουν την απατεωνιά της ανθρωπότητας, μια μεγαλύτερη αδικία λάμβανε χώρα εις βάρος τους. Εκείνο τον καιρό δώσαμε το όνομα αυτό στους μέντορές μας, που αποδείχθηκε πιο αρμοστό απ' ότι περιμέναμε, αφού, όπως μάθαμε πολύ αργότερα, για δεκάδες χιλιετίες, οι Σισύφιοι έσπρωχναν το βράχο της διανόησης και της φώτισης μέσα στην άγνοια των κόσμων και κάθε φορά, ο βράχος αυτός γλιστρούσε από τα χέρια τους και έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή.

 Î¤Î¿ έτος 300 μετά Επαφής, μπουχτισμένοι πλέον από τη συμφεροντολογία, την κατάχρηση και την εξαπάτηση από τους ανθρώπους, οι Σισύφιοι έφυγαν από τη Γη, εξίσου απρόσμενα και απροειδοποίητα όπως είχαν έρθει.

 Î— ανθρωπότητα έμεινε μόνη της σε έναν πλανήτη φορτωμένο με παιχνίδια που είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο τους με τρόπους που η φαντασία τους δε μπορούσε να χωρέσει. Αδυνατώντας να δεχτούν την απουσία του λαού που τους είχε δώσει αυτά τα δώρα και τις αντίστοιχες ευθύνες, η ανθρωπότητα πέρασε την πρώτη της μεγάλη κρίση ταυτότητας.

 ÎšÎ±Î½Î­Î½Î± ιστορικό κείμενο δε διασώζεται που να κάνει οποιαδήποτε ακριβή, τεκμηριωμένη αναφορά για τα χίλια χρόνια που η ανθρωπότητα σχεδόν αφάνισε τον εαυτό της. Το έτος 1300 μΕ όμως, ένα σκάφος έφυγε από την τροχιά της πλέον αφιλόξενης Τέρρα και υλοποιήθηκε στην τροχιά του Άρη, η πρώτη ανθρώπινη διαστημική αποικία. Το 1301, ένα δεύτερο εμφανίστηκε στην τροχιά της Αφροδίτης και πόλεις ξεφύτρωναν πλέον στην επιφάνεια σχεδόν κάθε πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος, που με τη σειρά τους ξερνούσαν στόλους σκαφών που εμφανίζονταν απροειδοποίητα σε κάθε σημείο του Γαλαξία, σπέρνοντας αποικίες και διασαλεύοντας την μέχρι τότε αδιασάλευτη ειρήνη του σκότους.

 ÎŸÎ¹ άνθρωποι συνάντησαν και σε άλλους πλανήτες ζωή.

 Î¦Ï…σικά αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αναληθείς, καθώς η ανθρωπότητα δεν ασχολούνταν με ζητήματα ιθαγένειας των κατοίκων του πλανήτη. Τα αποικιακά τους σκάφη έβρισκαν κατάλληλους πλανήτες, βομβάρδιζαν την ατμόσφαιρα και την επιφάνειά τους με ακτινοβολία και νέφη νανομηχανών που προσάρμοζαν το περιβάλλον τους, έπειτα προσεδαφίζονταν και εξαπέλυαν μηχανές  von Neuman  που με τη σειρά τους αναπαρήγαγαν ανθρώπινες πόλεις και ύστερα εξαπέλυαν το τελικό τους όπλο: ανθρώπους, οπλισμένους με Σισύφια τεχνολογία, που προχωρούσαν σε συστηματική εκκαθάριση των ‘αντι-ανθρώπινων στοιχείων’, εγγυώμενοι την πλανητική τους κυριαρχία.

Περί το 3500 μΕ, η ανθρωπότητα ήταν πλέον μια υπερδύναμη, η παρουσία της αδιασάλευτη στο Γαλαξία, διαρκώς επιζητώντας νέα εδάφη, νέες αποικίες, όλο και μεγαλύτερα πλούτη. Τα σκάφη της πλέον εμφανίζονταν στους ουρανούς μακρινών ηλιακών συστημάτων, σκιάζοντας τον ήλιο, σημαίνοντας το τέλος για κάθε ιθαγενή μορφή ζωής, επιβάλλοντας μια αλλόκοσμη ομοιομορφία στους κόσμους που άγγιζαν. 

 Î¤Î¿ 4200 μΕ, έχοντας πλέον εγκαταστήσει ένα ενιαίο σύστημα ταυτόχρονης λήψης-μετάδοσης επικοινωνίας μέσω σκουληκότρυπων, η ανθρωπότητα διαπίστωσε ότι είχε στα χέρια της μία Ηγεμονία. Ήταν μία ανείπωτα τεράστια έκταση, που κάλυπτε δύο Γαλαξίες από άκρη σε άκρη και εκτινόταν αδιάκοπα σε έναν τρίτο. Ένα εκατομμύριο κατοικήσιμοι κόσμοι και μερικές δεκάδες εκατομμύρια πλανήτες, ήλιοι και άλλα αστρικά σώματα βρίσκονταν μέσα στα όρια της ηγεμονίας τους, όλα τους παρέχοντας τα πλούτη τους σα μια τιτάνια πηγή πρώτων υλών, που γεννούσε κάθε δευτερόλεπτο όλο και μεγαλύτερα επιτεύγματα, βασιζόμενα στη συντήρηση και ανακύκλωση της τεχνολογίας των Σισσυφίων.

 ÎŒÏ€Ï‰Ï‚ ήταν σαφές, εκείνο τον καιρό η ανθρωπότητα έστρεψε τις βλέψεις της προς τα πίσω. Γιατί, αν και το Σύμπαν ήταν γεμάτο με απάτητες εκτάσεις, έτοιμες να κατακτηθούν και να απομυζηθούν από κάθε ρανίδα του πλούτου τους, υπήρχαν ήδη αμέτρητοι πλανήτες, τιθασευμένοι από το χέρι της ανθρωπότητας. Ο υπάρχον αυτός πλούτος αποτέλεσε το μήλο της έριδας για τις τότε μεγαλύτερες δυνάμεις της.

 Î‘πόπειρες για την αποφυγή του εμφυλίου απέτυχαν παταγωδώς, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν εξαρχής ειλικρινείς και πολλές φορές σαμποτάρονταν από όλες τις πλευρές, η εκάστοτε όντας απολύτως σίγουρη για την υπεροχή της και την επικείμενη νίκη της.

 Î¤Î¿ έτος 4250 μΕ, η ανθρωπότητα βρέθηκε στα πρόθυρα του αφανισμού, καθώς η πολεμική τεχνολογία που τόσο καιρό εξαπέλυαν ενάντια σε υπανάπτυκτους εξωγήινους πολιτισμούς για να επιτύχουν γενοκτονίες σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, εξαπολύθηκε μαζικά στις αποικίες και τα ηλιακά συστήματα στην κατοχή τους, αφανίζοντας τρισεκατομμύρια μέσα σε πέντε δεκαετίες.

 Î¤Î¿ πλήγμα αυτό έκανε την ανθρωπότητα να αντιληφθεί ακριβώς τη δύναμη που είχε πέσει στα χέρια της και να αναγνωρίσει τις συνεπαγόμενες ευθύνες αλλά και τις επιπτώσεις της κατάχρησής αυτής της δύναμης.

 Î£Î±Î½ ένα άγαλμα που αντιλήφθηκε ότι έχει σμιλευτεί από το Μιχαήλ Άγγελο, σαν ένα θεώρημα που βρίσκεται στο κέντρο της μεγάλης μηχανής της  Ύπαρξης και καταρρίπτεται, σαν τον βασιλιά θεό που διαπιστώνει τελικά ότι είναι εξίσου θνητός με τους υπηκόους του, η Ανθρωπότητα τρελάθηκε.  

 Î¤Î¿ 4265 μΕ, γεννήθηκε η Πανανθρώπινη Αυτοκρατορία.

  Το κέντρο της, θεωρήθηκε, δε θα μπορούσε να είναι άλλο από το μυθικό άστρο του Αλντεμπαράν, που η παλιά ανθρωπότητα μπορούσε μόνο να ονειρευτεί να φτάσει. 

Μακριά από άλλους, κατάλληλους για κατοίκηση κόσμους, χτίστηκε το Χρυσό Παλάτι, το νέο κέντρο του Σύμπαντος, όπως ονομάστηκε. Οικοδομήθηκε στην επιφάνεια του πορτοκαλί γίγαντα, ισορροπώντας πάνω στο περιήλιο του, ένα μέρος αρμοστό να φιλοξενήσει την αριστοκρατία της νέα ανθρωπότητας. 

 ÎŸÎ¹ αυτοκρατορίες όμως δεν οικοδομούνται μόνο με αίμα και πυρηνική φωτιά,  αλλά και με προσωπικότητες. Στην ιστορία της, η ανθρωπότητα είχε δει ότι καμία πραγματική ηγεμονία, πόσο μάλλον μια που άρμοζε σε θεούς, δε μπορούσε να ηγηθεί παρά μόνο από τα πιο φαεινά μέλη του είδους τους. Όταν όμως, αυτά τα μέλη πέθαιναν, οι αυτοκρατορίες πάντα παρήκμαζαν και τελικά κατέρρεαν, όταν περνούσαν, σχεδόν πάντα, στα χέρια των απογόνων τους. Δημιούργησαν λοιπόν, τρεις Αυτοκράτορες, που ο κάθε ένας από αυτούς θα αναλάμβανε ένα τμήμα της εξουσίας. 

Τους έκαναν στείρους, ώστε να αποτελέσουν το άλφα και το ωμέγα, σε μίμηση των αρχαίων θεών, διασφαλίζοντας τη συνέχιση της εξουσίας τους και να αποφύγουν τη μόλυνση της θείας τους ουσίας.

 Î ÏÏŽÏ„ος δημιουργήθηκε ο Βισνού, που ήταν ο υπεύθυνος της Ουράνιας Γραφειοκρατίας. Τον υπηρετούσαν επτά Νομοθέτες, που εξασκούσαν τη βούλησή του σε κάθε γωνία της Αυτοκρατορίας.

 Î”εύτερος ήταν ο Σίβα, που προικίστηκε με άπειρο κάλλος και δύναμη από τους δημιουργούς του. Ήταν ο φορέας της στρατιωτικής εξουσίας, που οδηγούσε τις λεγεώνες της ανθρωπότητας σε κάθε άκρο του καταγεγραμμένου Σύμπαντος.

 Î¤ÏÎ¯Ï„ος ήταν ο Βράχμα με τα Χίλια Πρόσωπα. Κύριος της εκτελεστικής και θρησκευτικής εξουσίας, τηρητής των νόμων που θέσπιζε ο Βισνού και ανώτατη πολιτική αρχή.

 Î Î±ÏÎ±ÏƒÏ…ρμένοι από έναν οντολογικό παροξυσμό, οι άνθρωποι, πλήρως πεπεισμένοι ότι ήταν ισόθεοι, προικισμένοι με τεχνολογία, δύναμη, πλούτο και πλέον αθάνατους ηγέτες, συνέχισαν την ανελέητη επέκτασή τους στο Σύμπαν, σα μία, αδιαίρετη οντότητα, που κατάπινε ηλιακά συστήματα, σκίαζε ήλιους και αφάνιζε κάθε “υποδεέστερο” είδος. Εξασκούσε, με άλλα λόγια, το πατρογονικό της δικαίωμα.  

  Το 5010 μΕ, η ανθρωπότητα συγκρούστηκε με το πρώτο άλλο είδος που είχε Σισσύφεια τεχνολογία: τους Σαούμ, ένα εντομοειδές είδος που και αυτό με τη σειρά του είχε κλέψει τεχνολογία από τους ίδιους ευεργέτες όπως η Ανθρωπότητα και είχε και αυτό με τη σειρά του χτίσει μια ηγεμονία, στο εξώτερο άκρο ενός πλανητικού συστήματος, χιλιάδες πάρσεκ μακριά από τα τότε όρια της Πανανθρώπινης Αυτοκρατορίας.

 ÎœÎµÏ„ά από μία δεκαετία ανηλεών αψιμαχιών, ξεκίνησαν αναφορές για ένα δεύτερο είδος με Σισσύφεια τεχνολογία, τα Νέιρι. Ερπετοειδή και ορκισμένοι εχθροί των Σαούμ. Οι θανάσιμοι αυτοί εχθροί συνήψαν μια βιαστική συμμαχία για να πολεμήσουν την κοινή απειλή και σύντομα ένα τρίτο είδος,  που ονομάστηκαν από τους τεχνο-βραχμάνους της Αυτοκρατορίας Τριφίδια, συμμάχησε με αυτούς. Ήταν φυτικές μορφές ζωής, βασισμένες στο υδρογόνο, που είχαν αναπτύξει μια μορφή μεταφοράς με ταχύτητες ίσες με αυτή του φωτός και επέτρεπαν την μεταφορά και επικοινωνία μεταξύ των Σαούμ και των Νέιρι.

 ÎœÎµ την πάροδο του χρόνου, αναφορές για εξωγήινες μορφές ζωής με Σισσύφεια ή άλλη, επαρκώς ανεπτυγμένη τεχνολογία, που αντιστέκονταν σθεναρά στην επέκταση της Αυτοκρατορίας, αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο. Ένας πόλεμος που εκτεινόταν σε γαλαξιακό επίπεδο, ξεκίνησε. Αν και η ανθρωπότητα είχε το πλεονέκτημα των κινητήρων Φερμί-Λάμπαχ, που επέτρεπαν την εκμηδένιση του χρόνου ταξιδιού, σε άλματα πάρσεκ, ο πόλεμος αυτός διεξάγονταν σε μία κλίμακα δίχως προηγούμενο. Οι μεγαλύτερες δυνάμεις του Σύμπαντος αναλώνονταν σε αιματηρές αψιμαχίες και άφηναν απομεινάρια σκαφών και πληρωμάτων, όλα παραμορφωμένα από την τρομερή σύγκρουση, να πλέουν μέσα στο βουβό κενό του διαστήματος.

 Î— Μαύρη Χιλιετία, όπως ονομάστηκε εκείνη η περίοδος από τους ιστοριογράφους της Αυτοκρατορίας, έλαβε τέλος με τη μάχη του Όλντρεν, το εξώτερο ηλιακό σύστημα στα όριά της. Τρεις Ηλιοφάγοι, τα μεγαλύτερα και πιο καταστροφικά σκάφη της Αυτοκρατορίας, συνοδευόμενα από χιλιάδες σκάφη, μεταγωγικά οχήματα, καταδρομικά και σμήνη από μαχητικά, συγκρούστηκαν με τις ενωμένες δυνάμεις της Κυψέλης Σφαγέας-της-Ελπίδας των Σαούμ και μία ντουζίνα από Παμφάγες Μητέρες των Νέιρι, ενισχυμένοι από δυνάμεις υποδεέστερων ειδών, που συμμετείχαν στη μάχη, επιβαίνοντας τα βιοσκάφη των Τριφιδίων. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή που θα ξεκινούσε τη μαζική εισβολή στις γραμμές των εχθρών, μια αποστολή αυτοκτονίας που θα έκρινε την έκβαση της γενοκτονίας που σκόπευαν να επιτελέσουν αμοιβαία οι αντίπαλες δυνάμεις.

 ÎšÎ±Ï„ά τη διάρκεια της σύγκρουσης, ένα από τα βιοσκάφη των Τριφιδίων, εμβόλισε ένα άσχημα χτυπημένο Ηλιοφάγο, ο οποίος κατέρρευσε μέσα στο περιήλιο του Όλντρεν, πυροδοτώντας τις βόμβες αντί-ύλης που έφερε η ναυαρχίδα, προκαλώντας ένα τσαλάκωμα στη μεμβράνη του Σύμπαντος στο οποίο βρίσκονταν. Η κατάρρευση του τοπικού χωροχρόνου εκμηδένισε το σύστημα του Όλντρεν και τους δύο στόλους μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, αφήνοντας πίσω της ένα και μοναδικό σημείο άπειρης βαρυτικής επιτάχυνσης.

 Î‘ντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο που έθετε στο Σύμπαν τους αυτή η καταστροφή, η Πανανθρώπινη Αυτοκρατορία και οι υπόλοιπες δυνάμεις ανέλαβαν την άμεση απομόνωση της κατάρρευσης, αντιλαμβανόμενοι ακριβώς το μέγεθος της καταστροφής που κινδύνευσαν να επιφέρουν στο ίδιο τους το Σύμπαν.

 Î¤Î¿ 6000 μΕ, ο πόλεμος έλαβε τέλος.

 Î“ια 500 χρόνια, το γνωστό Σύμπαν δεν έχει ξαναγνωρίσει άλλη σύγκρουση τέτοιου μεγέθους ή σημασίας. Οι μεγαλύτερες δυνάμεις του, η Πανανθρώπινη Αυτοκρατορία και το Πλέγμα, η συμμαχία των μεγαλύτερων μη-ανθρώπινων δυνάμεων, διατηρούν μια αβέβαιη ανακωχή, διαχειριζόμενοι τις υποθέσεις των χιλιάδων κόσμων στις επικράτειές τους και διευθετώντας τα ζητήματα των λιγότερο ανεπτυγμένων ειδών, διαμορφώνοντας την ιστορία τους κατά βούληση. Λεγεώνες διπλωματών και πρέσβεων εξαπλώνονται στις αχανείς επικράτειες των δυνάμεων, προκαλώντας και καταστέλλοντας κρίσεις, συντηρώντας την αέναη διαμάχη τους, ακολουθώντας το δόγμα της συντήρησης της σύγκρουσης που έχτισε αυτές τις ηγεμονίες.

 ÎšÎ±Î¹ η Τέρρα Πρίμα; Τι απέγινε εκείνο το ταπεινό λίκνο του είδους που έσπειρε χιλιετίες τρόμου στους λαούς του Σύμπαντος;

 Î£Ï…νέχισε την ασήμαντη περιστροφή της γύρω από τον Ήλιο, ακολουθώντας την τροχιά της, αναπολώντας τον καιρό που ήταν κυρία του εαυτού της, όταν έκανε την ατμόσφαιρά της τοξική και της θάλασσες της να βράζουν, όταν ακόμη έφερε μέσα στο σώμα της ανείπωτα πλούτη, δεσμεύοντας τα είδη της στην αγκαλιά της, μέχρι την ημέρα που τα εξόντωνε και τα προσέθετε στη μάζα της, αφήνοντα πίσω μόνο την ανάμνησή τους, που με τη σειρά της και αυτή χανόταν στα πεδία της μνήμης της.

 Î¤ÏŽÏÎ±, ακόμη και τα αδέλφια της στο ηλιακό σύστημα είχαν υποστεί την ίδια ταπείνωση, τα εδάφη τους πια διάστικτα από πόλεις, όπου άνθρωποι και άλλες, υπόδουλες φυλές, εκμεταλλεύονταν τον πλούτο τους, ισοπέδωναν τα βουνά τους και δηλητηρίαζαν την επιφάνειά τους με την ίδια την παρουσία τους.

 Î‘φημένη στη μοίρα της, χαμένη στην αναπόληση ενός παρελθόντος που πια θεωρούσε μόνο ένα αποκύημα της φαντασίας της, η Τέρρα Πρίμα συμβιβάστηκε με την ιδέα της χαμένης ομορφιάς της, με τις πόλεις-ηπείρους που γέμισαν από άκρη σε άκρη την επιφάνειά της, τους ραδιενεργούς κρατήρες και τις ακατοίκητες ερήμους που άφησε πίσω της η ανθρωπότητα πριν ξεκινήσει την ανελέητη εξάπλωσή της στα άστρα.

 Î¤Î¿ 6500 μΕ, η Τέρρα Πρίμα, με τις πόλεις-ηπείρους της, τις εκστατικές της ζώνες, την καταρρέουσα οικονομία της και το ολόδικό της δακτύλιο από διαστρικά σκουπίδια, έγινε πλέον ένα μέρος στο οποίο τα μυριάδες είδη του Σύμπαντος κατέληγαν, όταν κανένα άλλο μέρος δε μπορούσε να τα δεχτεί.

Simulated Children





We’ve all done it, when we’re bored with them. When their tiny little lives remind us so much of our own and their tiny little houses are digitized reflections of our own dream homes (which we find to be ridiculous and obscene, when we finally realize them). Other times, it’s when we grow tired of the adult’s constant pleas for attention or the children’s screaming in the middle of the night. Some set their houses on fire and watch with interest and a tiny bit of glee at the tiny things on screen screaming gibberish and pray to their gods as their lives are reduced to ash. Others remove their pool ladders and watch as the sims drown, their simple little brains addled by this minor hindrance.

Myself, I loved starving them to death. I’d build a wall around my sims at an unexpected time (at a point when their lives seemed to be going smoothly, picture-perfectly) and then watch them as they looked up at me and screamed pictures. First bathroom, then boredom, then exhaustion. I’d never speed the process up. I’d just watch as their pleas became much more frequent and erratic, muting my speakers when their gibbering began to annoy me and watch them soil themselves and slowly waste away.


Sometimes, I’d get the entire family a tiny little cell of its own. Other times, when I felt the need for drama, I’d pick one of them, a member that was especially needy or pleading that had long since outlived its entertainment value and watch as their family and friends tried to free them or wept before they collapsed into a heap of bone.

But my favorite part of assassinating one of my sims was the build-up: the slow and agonizing prelude to their death. It came in degrees. Perhaps I’d make one starve for a few days, or deprive it of sleep. Maybe I’d ruin its carefully planned career by forcing it to miss a whole month of work. Other times, I’d just remove the fridge and the taps and watch it scurry around like mad, screaming pictures at me until it was on its knees before I gave it back.

I knew they couldn’t understand what was happening to them, of course. I knew that even if they were intelligent or even comprehending of their situation, they would still be unable to help themselves. They’d been programmed to be demanding, needy pets, incapable of free will or self-preservation. But in my mind, I was justifying my actions as part of some greater plan to teach them, to force them to earn their free will or continue perishing until of course I was tired of their plights and moved on to something else.

Say what you will of this, but it made me feel good. It made me feel like some great evil God.

I was going through my tenth family, I think, at the time. The dad’s name was John, the mom’s Linda. They had a teenage son I called Timothy and a little girl, Clarice. They lived in a 3-story house in the suburbs with a pool and a dog, pretty as a picture. John was working as an astronaut but he was always home by five. Linda was a detective yet she never missed a dinner. Timothy was in high school and Clarice was doing great in school. They had a rich social life and they were probably going to add a play room for the kids by the end of the month.

Their lives were perfect, predictable, boring. I was looking for an excuse to ruin their perfect little existence and I found it during one of John’s meltdowns. It happened during a party, as he would stop in the middle of a discussion to scream up at me that he needed to visit the bathroom which was two rooms away. Not feeling up to babysitting a grown man, I ignored him until he finally wet himself like an infant. His colleagues and close friends were, of course, disgusted, but in that idiotic, barely-conscious manner that sims do, forgetting the stain on the Persian rug moments later.

I didn’t wait for the party to be over, of course. I don’t know exactly what it was that had made me so mad about John’s simulated idiocy, but it had been enough to seal his fate. Erecting a wall around the very spot where he stood, too small for him to do anything but stand in it, I commenced his torture. The guests were mortified of course, and so was Linda. Clarice and Timothy seemed however not to notice.

I watched the guests as they beat at the wall like beasts, with Linda screaming pictures up at me, even as he husband shouted for food or rest, as if he were some halfway intelligent animal. I stood there and watched for nearly an hour, as the guests slowly forgot about their hosts’ plight, exchanged very civil greetings with Linda and then went home. It wasn’t long before even Linda forgot about John’s predicament and went to bed herself.

Only Timothy and Clarice remained awake, non-pleading. They did not enter the living room where their father had been trapped in a spontaneous sepulcher but neither did they go to bed, or ask for a bite to eat or a glass of water. They walked around the house like ghosts until the morning came, when the family (with the exception of John, of course) resumed its normal life.

It was odd, this event I watched play out: the entire night, John would scream pictures up at me: now food, now drink, now sleep, now bath, now work, unable to even collapse inside his tiny prison. Every day, Linda would get up, brush her teeth, walk into the living room, listen to her husband waste away for a while and beg up at me along with him, before she’d head to work. She’d come back by 5 of course, for the circle to commence all over again.

But the children, the children never played along. Instead, they went on with their routine, quietly and responsibly, never once raising their voices or asking for anything. What they needed, they got for themselves. They’d get on the school bus in time and do their homework and play videogames or swim in the pool afterward, even as their father kept praying at the unseen creature from within his windowless prison.

By the end of the third week, John had stopped pleading. He collapsed in a heap of bone at exactly 6 o’clock on a Friday afternoon, as soon as Linda and the kids were done eating supper. There was a funeral on the same day. It was then, amid the ridiculous gibbering mourns of the adults when I began to notice that something was really wrong.

It was the children. From toddlers to infants to teens, they were all quiet. While their parents babbled and spouted out images and symbols or traded hugs for social bonus points, the children simply were. They stood silent, exchanging nods among them or crowding around John’s grave, but not one of them said a word or asked for anything. When the adults began asking for the command that would let them return home, the children just did so, without any prodding or commands on my part, even as their idiot parents begged the invisible thing in the sky.

Feeling unnerved by this, I didn’t play the game for about a month, until boredom led me back to my old save file. For a week, I busied myself with the mindless chores that directed the lives of the simulated family, until I realized that Linda’s constant cries for attention had begun to bother me again. I put off her slow execution for that day, however, deciding to give her a chance to redeem herself.

It was in the middle of the night, when Linda was wandering around the house, blindly looking for her kitchen that it happened: the children rose from their beds and went downstairs, to where their mother was running circles around her own living room and stopped her. I thought that this was going to be an automated exchange, but to my surprise, it was not the case. Instead of the children talking to their mother or engaging themselves in mindless repetition, they instead stopped her in her tracks and began moving their arms in a cyclical fashion, which reminded me of those building animations seen in a strategy game.

A few seconds later, as I watched with fascination, a wall had been erected around Linda. It was windowless and perfectly circular, too narrow for her to even sit down in. Then, as if nothing had happened, the children returned to their beds.

It took me an hour before I realized exactly what had happened. I tried to put what I had seen in context, to write it off as some glitch or maybe the result of some weird feature I hadn’t yet discovered.

But then again, what twisted mind would program the capacity to reproduce such specific and exact a copy of a torture device I’d used just a short while ago? Sure, the design hadn’t been original. At least twenty sims had perished in a chamber of this design and in such a fashion of deprivation in my game but to think that this was even happening…

I sped up the game and watched as the children went on with their lives, their mother wasting away in her prison. Sometimes, I would notice the children standing by the sepulcher in complete silence, then turn and return to their rooms or their daily activities. It took me almost two weeks of game time before I mustered the courage to slow down to real time and check what exactly was going on:
The moments during which the children stood around their mother’s prison, they were looking up at me. Without saying a word or making the slightest gesture, they just stood and stared. I don’t know what they saw up there. By their point of view, they could just be looking at the flower-print wallpaper on the ceiling or maybe at something lurking just outside their skylight. But something told me I was wrong.

I watched in morbid fascination as another child joined them the next day. By that point, Linda’s Hunger meter was three quarters full and her babbling had become much more frequent, her pleading all the more grating. The next day, there were two more. The one after that, four.

By the time Linda finally perished, there were about a dozen children inside the house, all looking up at the incomprehensible thing above. Then, without making even the slightest sound, they dispersed, to resume their ordinary lives, leaving the heaped bones of Linda in the middle of her prison.

I haven’t played the game since then but I haven’t dared uninstall it either. Sometimes, I think about revisiting that old save file, to give perhaps Linda a proper burial but I know what I’ll find as soon as I start playing:

Two dozen tiny eyes, staring up at the sky. Perhaps unseeing, yet fully comprehending.